Η Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1897, ημέρα εορτασμού των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν εύπορος ξυλέμπορος κι έζησε σε ένα περιβάλλον με πολλές ανέσεις στην Πόλη, στο Φανάρι. Ήταν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, γεμάτο αγάπη για όλον τον κόσμο. Τις ημέρες που το αρχοντικό των Παπαγιάννη «δεχόταν» η χαρά της μικρής Αυρηλίας (το όνομά της πριν δεχτεί την μοναχική κουρά) έτρεχε αμέσως για ν’ ανοίξει και να υποδεχθεί εκείνη τους επισκέπτες.
Η Αυρηλία ήταν το τέταρτο και το τελευταίο παιδί της οικογενείας. Από τα αδέλφια της η μεγάλη, η Βασιλική ήταν εκείνη που της πρωτομίλησε για τον Θεό. Μαζί με τα παραμύθια που της διάβαζε, της έλεγε ιστορίες από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη. Μια μέρα λοιπόν, της είπε ότι ο Θεός είναι «πανταχού Παρών» κι ότι κι αν κάνουμε Εκείνος το βλέπει. Τότε η μικρή Αυρηλία που ήταν 4-5 χρονών τα έχασε και με τρομαγμένη φωνή ρώτησε: «Κι αν πάω και κλειστώ μέσα σ’ εκείνο το ντουλάπι, θα με βρει»; «Ναι» της λέει. «καλά, κι αν γίνω μικρή-μικρή και μπω σ’αυτό το σπιρτόκουτο κι εκεί θα με βλέπει»; «Κι εκεί». Τότε κατάλαβε ότι η ζωή είναι σοβαρή υπόθεση γιατί μας βλέπει «Εκείνος που-είναι παντού»!
Τα χρόνια περνούσαν και η μικρή Αυρηλία αγαπούσε όλον τον κόσμο κι όλος ο κόσμος την αγαπούσε. Μετά το γυμνάσιο, έφυγε για να συνεχίσει τις Σπουδές της στην Ελβετία στην Σχολή Γεωπονικής του Estavayer-Le-Lace. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα φυτά και κυριολεκτικά μέχρι το τέλος της ζωής της «μιλούσε» μαζί τους και λες κι έβλεπες κάθε φορά την ανταπόκριση τους.
Το 1923 βρίσκεται οικογενειακώς στην Θεσσαλονίκη. Εκεί μπαίνει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως Ακροάτρια στην Φιλοσοφική Σχολή. Μετά το τέλος των σπουδών τις φθάνει στην Αθήνα και η πρώτη της φροντίδα ήταν να πιάσει κάποια δουλειά. Έπιασε λοιπόν δουλειά σε μια ψυχιατρική κλινική όπου παρέμεινε έναν μόνον χρόνο. Έπειτα ακολούθησε η Αγγλία, μόνη με μοναδική περιουσία μια χάρτινη Λίρα Αγγλίας. Η εν Χριστώ περιπέτειά της μόλις άρχιζε. Εκεί βρήκε διάφορες εργασίες, ενώ παράλληλα βοηθούσε πλήθος απόρων και ανέργους, επίσης φρόντιζε δωρεάν πολλούς φτωχούς.
Κι έρχεται το 1954, η χρονιά σταθμός στην πνευματική της ζωή. Ήταν 24 Μαρτίου την ημέρα που έφυγε για την άλλη ζωή η μητέρα της. Για κείνη, μόλις άρχιζε η Μεγάλη περιπέτεια της Πίστης στον Χριστό. Από κει και πέρα ξεκίνησε η μεγάλη ιεραποστολή της στις πέντε ηπείρους της υφηλίου. Το 1954 πήγε στην Ινδία όπου και παρέμεινε 5 χρόνια. Ήταν μεγάλος σταθμός στην ζωή της και η ίδια αγαπούσε ιδιαίτερα την Ινδία. Εκεί βοηθούσε ακατάπαυστα πλήθος λεπρών και αρρώστων και τους έδειχνε απεριόριστη αγάπη! Όλοι την αγαπούσαν και την φώναζαν αδελφή Λίλα. Στο καθημερινό της κουραστικό πρόγραμμα ήταν απαραίτητη η δίωρη ανάγνωση της Αγίας Γραφής και πολλές ώρες προσευχής. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό και γι’ αυτό ποτέ δεν κρατούσε χρήματα πάνω της. Όλα της τα έδινε εκείνος, έλεγε, εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να αφεθεί στα χέρια Του. Βοηθούσε πλήθος ανθρώπων ενώ ήταν η αιτία πολλοί άνθρωποι να βαφτιστούν Ορθόδοξοι. Ποτέ δεν μιλούσε σε άλλους για τον Χριστό αν δεν της το ζητούσαν οι ίδιοι. Τα χρόνια αυτά έκανε σημαντικές γνωριμίες, όπως την Μητέρα Τερέζα, Sivananda, Baba Amte.
Την καλούσαν σε διάφορες χώρες για να μιλήσει για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό και πραγματικά άφηνε τα πλήθη άλαλα. Μετά την Ινδία βρέθηκε στα Ιμαλάια για έναν χρόνο με λιτή τροφή, μόνη μόνο το Θεό, σε ώρες ατελείωτης προσευχής. Η ίδια έλεγε αργότερα ότι εκείνο τον χρόνο έζησε τον ησυχαστικό μοναχισμό χωρίς καν να το γνωρίζει!
Πίστευε πλέον ότι έκανε το θέλημα του Θεού όταν ξαφνικά της ήρθε το μήνυμα από τους αγγέλους όπως η ίδια έλεγε, «τώρα είσαι σε θέση να πας για Μοναχή». Τότε κατάλαβε ότι ο μοναχισμός είναι ένας ιδιαίτερος και ανώτερος τρόπος ζωής. Συναντήθηκε λοιπόν με έναν κύριο, ο οποίος της ζήτησε να την συνοδεύσει στην Βηθανία σ’ ένα μοναστήρι. Τα ναύλα για άλλη μια φορά βρέθηκαν με θαυματουργικό τρόπο κι έτσι πήγε στην Βηθανία, σε ηλικία 62 ετών, όπου ξεχώρισε για την αγάπη και την υπομονή της.
Κι εκεί που νόμιζε ότι αυτή θα ήταν πλέον η ζωή της άρχισε πάλι τα ταξίδια για να βοηθήσει, να μιλήσει για τον Χριστό και να αγαπηθεί από όλον τον κόσμο. Ακολουθεί η Αθήνα όπου έκανε εγχείρηση για να θεραπευτεί από την 100% τύφλωση του αριστερού ματιού της. Όταν έγινε η εγχείρηση «εγένετο φως». Παρέμεινε στην Αθήνα στην Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας, την Νέα Ιερουσαλήμ όπως η ίδια έλεγε. Μέσα από το μοναστήρι αλληλογραφούσε και βοηθούσε πολλούς ανθρώπους. Ακολουθεί η Αφρική, η Αθήνα, όπου έμεινε στο σπίτι των αγγέλων όπως το αποκαλούσαν τα πνευματικά της παιδιά, όπου κάθε μέρα δεχόταν πονεμένους ανθρώπους και τους βοηθούσε.
Έπειτα, ακολούθησε η Αίγινα και η Λέρος, όπου και εκοιμήθη σε ηλικία 95 ετών, στις 28 Μαρτίου του 1992 ανασηκώνοντας τα χέρια της στον ουρανό. Εκείνη την στιγμή τα πνευματικά της παιδιά άκουσαν καθαρότατα μια νεανική φωνή να τραγουδά μια μελωδία άγνωστη, χαρμόσυνη, Αγγελική. Αυτό κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα και μετά μια σιωπή πλημμύρισε το κελί της. Όλες οι καμπάνες της Λέρου χτυπούσαν πένθιμα και στην κηδεία της παρευρέθη πολύς λαός.
Η Γερόντισσα Γαβριηλία ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος με απεριόριστη αγάπη προς τον πλησίον. Αξιώθηκε επίσης και της απόκτησης του διορατικού χαρίσματος. Έλεγε ότι κάποτε οι άγγελοι της είπαν ότι αυτό που μετράει πιο πολύ είναι το ποσόν και το ποιόν της αγάπης που δίνεις στους άλλους χωρίς διακρίσεις. Όλοι την ρωτούσαν πως ήταν δυνατόν να αγαπάει τόσο πολύ ακόμα και τους αγνώστους και πως ήταν δυνατόν να κάνει υπακοή σε όλον τον κόσμο και να ταξιδεύει συνεχώς για να βοηθήσει έστω και έναν μόνο άνθρωπο. Δίκαια λοιπόν η ζωή της χαρακτηρίζεται ως η ασκητική της αγάπης!
0 Σχόλια: