Η πιο εντυπωσιακή και γνήσια ιστορία νεκρανάστασης που άκουσα, λατρεμένο μου, στη δική μου εποχή είναι η ιστορία του πατέρα του κυρ Παντελή Γκαβού - που ζει στην περιοχή της Λεύκας, στην Πάτρα.
Ο κυρ Παντελής είναι απλός λαικός άνθρωπος, φίλος μου και σεβαστός απο όλους οικογενειάρχης, με παιδιά καλά και εγγόνια καλύτερα.


Είναι χαρακτήρας ήρεμος και δίκαιος, και απόλυτα ισορροπημένος. Δεν του αρέσουν καθόλου τα παραμύθια, ούτε έχει διατελέσει ποτέ θαμώνας οινόφλυξ σε καμιά ταβέρνα.
Επίσης ούτε πάσχει από κανενός είδους ψυχολογική διαταραχή και φαντασίωση. Η εμπειρία του πατέρα του κυρ Παντελή σε αδρές γραμμές, και με το ύφος περίπου που εκείνος μου την αφηγήθηκε, είναι η ακόλουθη:


Ο πατέρας του κυρ Παντελή, αγνότατος στην καρδιά και πιστός άνθρωπος, ποιμήν στο επάγγελμα, ήταν περίπου 35 ετών, όταν-όντας υγιέστατος- π έ θ α ν ε ξαφνικά στον ύπνο του!

Ο ίδιος, βέβαια, όταν συνέβη το γεγονός, δ ε ν συνειδητοποίησε ότι πέθανε!

Ο ίδιος κατάλαβε ότι ενώ κοιμόταν, δυνατά χτύπησε η εξώπορτα και σηκώθηκε απο το κρεβάτι του, να πάει να ανοίξει, να δει ποιός τον ζητάει, μέσα στα άγρια χαράματα.

(Από τη στιγμή που σηκώνεται να ανοίξει την πόρτα, είναι η ψυχή του, που δρα και όχι το σώμα του. Το σώμα του παρέμεινε νεκρό στο κρεβάτι μέχρι που το βρήκαν αργότερα οι οικείοι και άρχισαν τους κοπετούς και τους θρήνους.) Αντίκρισε τότε μπροστά του, δυο άνδρες, σαν χωροφύλακες της εποχής του- πριν τον πόλεμο του 1940.

Τον κοίταξαν με σοβαρότητα και τον διέταξαν με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, να τους ακολουθήσει διότι εκκρεμούσε-είπανε- μια δίκη εις βάρος του. Εκείνος, αιφνιδιάστηκε, αφάνταστα. Δεν ήξερε το παραμικρό για καμία δίκη, και εξάλλου πώς να τους ακολουθήσει που ήταν μόνος στο σπίτι, με νήπια να κοιμούνται , ενώ η γυναίκα του, είχε πάει στην Πάτρα για δουλειές;

Άρχισε να τους παρακαλάει να τον αφήσουν, να του δώσουν κάποια διορία γι’ αυτό το παράξενο και απρόβλεπτο δικαστήριο.
Αυτοί, ανένδοτοι!

Επέμεναν να τους ακολουθήσει.

Αφού είδε και απόειδε ο κυρ Δημητράκης-έτσι τον έλεγαν -ότι από τους χωροφυλάκους δεν μπορεί να γλιτώσει, τους παραδόθηκε. Τον πιάσαν, λοιπόν, απ’ τα μπράτσα, ένας απο δεξιά και ο άλλος απο αριστερά , και άρχισαν να κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε κάτι περάσματα – σαν τούνελ.

Ο κυρ Παντελής δεν σκέφτηκε να μου πεί τη λέξη τούνελ, μόνο παίρνοντας μια κόλλα χαρτί, την έκανε σαν χωνί- με ένα μικρό άνοιγμα στη μύτη του χωνιού να παίρνει φως- και μου περιέγραψε:

-Έτσι, να, σε ένα τέτοιο μέρος, τρέχανε οι δυο χωροφυλάκοι με τον πατέρα μου και ήτανε πολύ- πολύ φως στο βάθος!


Όταν κινούμενοι με την απίστευτη ταχύτητα, έφτασαν στην άκρη του τούνελ, βγήκαν σε μια πόλη με σπίτια και ανθρώπους που κυκλοφορούσαν και κτίρια μεγάλα.

Τον κυρ Δημητράκη οι χωροφύλακες, τον οδήγησαν σε ένα οίκημα που ήταν-είπανε – δικαστήριο, προκειμένου να δικαστεί, για ένα παράπτωμα που ο ίδιος δεν ήξερε.
Ο άνθρωπος, όμως, ένιωθε πάρα πολύ ανήσυχος.

Τον σήκωσαν χαράματα, άρον άρον απ’ το κρεβάτι του, με τα ανήλικα παιδιά του να κοιμούνται παραδίπλα, η γυναίκα του είχε φύγει για δουλειές στην Πάτρα, και τι θά καναν τόσες ώρες τα μικρά, έρμα και απροστάτευτα;

Ο κυρ Δημητράκης, όλο και ένιωθε και πιο αγχωμένος και εκλιπαρούσε να τον αφήσουν να επιστρέψει.
Οι Χωροφύλακες, με τα πολλά παρακάλια, του είπανε:

-Κοίτα: Μπορούμε να σε αφήσουμε, αν βρεθεί κάποιος και εγγυηθεί για σένα!

Άρχισε τότε να ψάχνει τριγύρω, εναγώνια, ο κυρ Δημητράκης, να βρει κάποιον να παρακαλέσει γι αυτή την εγγύηση.
Εκεί που τον είχαν -στο δήθεν Δικαστήριο- και περίμενε, υπήρχε μια πόρτα μισάνοιχτη, πίσω απο την οποία πηγαινοερχόταν πολύς κόσμος. Είδε διάφορους γνωστούς του, πεθαμένοι όλοι , αλλά στην εμπειρία, τούς ένιωθε σαν ζωντανούς. Είδε και τη γιαγιά του, που ήτανε μαμή όταν ζούσε.
Της φώναξε, της ζήτησε να εγγυηθεί.

-Α δεν μπορώ! Έχω άλλες υποχρεώσεις, αρνήθηκε η γιαγιά.
Ο καημένος ο κυρ Δημητράκης, κόντευε να απελπιστεί. Εκείνη τη στιγμή βλέπει ξαφνικά μπροστά του, τον προσφάτως θανόντα ιερέα του χωριού του.

Τον αισθάνθηκε σαν σανίδα σωτηρίας:

-Παππούλη μου, βοήθα με!
Πρέπει να γυρίσω πίσω επειγόντως, έχω αφήσει τα παιδιά μόνα και λείπει η γυναίκα μου, του φώναξε.

-Θα εγγυηθώ εγώ για σένα, αλλά και συ θα δεσμευτείς να μου κάνεις μια χάρη, απαίτησε ο παπάς.

-Ό,τι θες παππούλη μου, ό,τι θες! αρκεί να επιστρέψω!
Υποσχέθηκε με θέρμη ο κυρ Δημητράκης.
Με την εγγύηση του πεθαμένου ιερέα- ο οποίος προηγουμένως τον ξενάγησε σε φυλακές και είδε συγχωριανούς κατηγορημένους για βαριά παραπτώματα- πεθαμένοι όλοι , να στενάζουν εκεί , δέσμιοι

– οι δυο που εμφανίζονταν σαν χωροφύλακες, απ’ τον ίδιο δρόμο-του τούνελ- με ιλιγγιώδη πάντα ταχύτητα κινούμενοι, τον επέστρεψαν σπίτι του.

Εδώ να πώ, ότι σε όλο αυτό το διάστημα της εμπειρίας του κυρ Δημητράκη, είχαν περάσει γήινες 22 ολόκληρες ώρες!


Όταν ο άνθρωπος από το θάνατό του, με τη δύναμη του Κυρίου, επέστρεψε πάλι στη ζωή, μετά απο 22 ώρες, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στη σάλα του σπιτιού του, μέσα στο φέρετρο, με λουλούδια στολισμένος, με κεριά τριγύρω αναμμένα, με τη γυναίκα και τους λοιπούς τους συγγενείς, οδυρόμενους για τον πρόωρο και ξαφνικό το χαμό του.

Ήταν όλοι εκεί θρηνούντες- πιο πολύ η νεαρή χήρα- τον απροσδόκητο θάνατό του, περιμένοντας τον ιερέα που θα έκανε την εξόδιο ακολουθία.
Μπορεί κανείς να καταλάβει τι χαμός έγινε, τι πανικός, επακολούθησε, όταν ο πεθαμένος ανασηκώθηκε μόνος του στο φέρετρο, έβγαλε τα μπαμπάκια απο το στόμα, τίναξε τα νεκρολουλούδια απο πάνω του, και τους είπε ήρεμα:
-Μη φοβάστε! Έκεί που πήγα, και γύρισα, μου δώσαν μια αποστολή να εκτελέσω!

Με τους συγγενείς άλλους πανικόβλητους να τσιρίζουνε, άλλους αποσβολωμένους, άλλους μισολιγοθυμισμένους απο την ταραχή που λάβανε, μια και δυο σηκώνεται -ο πρώην νεκρός και νυν ολοζώντανος- και κατευθύνεται στο σπίτι του- προσφάτως κοιμηθέντος – ιερέως του χωριού.

Εκεί βρισκόταν ο νεαρός γιος του παπά, ένα παλικαράκι όμορφο, που του άρεσε η ζωή και τα πανηγύρια. Μόλις, το παπαδοπαίδι, είδε μπροστά του τον κυρ Δημητράκη -γιατί όλο το χωριό γνώριζε ποιος πέθανε, και όλοι ετοιμάζονταν για την κηδεία- πήρε ταραχή μεγάλη.
-Μη φοβάσαι! τον καθησύχασε ο κυρ Δημητράκης, ο άνθρωπος του Θεού.
Εγώ π ή γ α στην άλλη ζωή και γ ύ ρ ι σ α και έχω μια π α ρ α γ γ ε λ ι ά απο τον πεθαμένο πατέρα σου, να σου δώσω!
Τον κοίταγε άφωνος, ο γιος του παπά, όμως, ο κυρ Δημητράκης συνέχισε απτόητος:

-Εκεί που πήγα, λοιπόν, στην άλλη ζωή, συνάντησα τον ιερέα πατέρα σου, και μου είπε να έρθω και να σου πώ,ότι αυτό που του ορκίστηκες ότι θα κάνεις, δίπλα στο κρεβάτι του, λίγη ώρα πριν ξεψυχήσει, όταν ήσασταν μ ό ν ο ι οι δ υ ό σας στο δωμάτιο, να το κάνεις, ει δε μη θα έχεις την κατάρα του, απο κεί που βρίσκεται!

Αυτά τόνισε με σοβαρότητα και επισημότητα ο κυρ Δημητράκης, γιατί αυτά τού είχε παραγγείλει ο πεθαμένος ιερέας, να πει.
Περί της υποθέσεως δεν διέθετε περισσότερη γνώση.
Και αφού τα ανακοίνωσε, επέστρεψε σπίτι του, να χαρεί και να μιλήσει με τους αγαπημένους του, γιορτάζοντας την προσωπική του την ανέλπιστη νεκρανάσταση!

Ο γιος, όμως, του προσφάτως θανόντος ιερέα, έπαθε το…λαλά της αρκούδας, θα λέγαμε, μιλώντας με τη σύγχρονη γλώσσα.
Γιατί; Διότι ο πατέρας του, ο παπάς, πριν ξεψυχήσει, ικέτευε το νεαρό γιο του, να δεχτεί και να γίνει ιερέας στο πόδι του, στο χωριό.

Και ο γιός, για να κάνει τον πατέρα του, τον παπά, να πεθάνει ευχαριστημένος, του ορκίστηκε πρόθυμα , ότι θα το κάνει.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είχε την π α ρ α μ ι κ ρ ή πρόθεση να γίνει ιερέας, επειδή η ζωή του ιερέα, έστω και του εγγάμου, είναι ζωή που απαιτεί μεγάλες θυσίες και εκκοπή πολλών σαρκικών θελημάτων, και αυτός ήταν νεαρούλης εκεί κοντά στα είκοσι, του άρεσαν τα πολλά τα γλέντια και τα κορίτσια, και ούτε κατά φαντασίαν δεν σκόπευε να μαυροφορέσει επειδή του μακαρίτη του πατέρα του, του είχανε μπεί έμμονες ιδέες στο μυαλό του, για Ονομαα!
Όμως…όμως!

Όταν στήνεται όλο αυτό το α π ί σ τ ε υ τ ο σκηνικό, και α ν α σ τ α ί ν ε τ α ι ο κυρ Δημητράκης και έρχεται να του δώσει παραγγελιά απο τον πατέρα του- από την άλλη ζωή- για μια υ π ό σ χ ε σ η που δόθηκε και που κ α ν ε ί ς γι αυτήν την υπόσχεση δεν ήξερε το παραμικρό εκτός απο τον πεθαμένο παπά και το γιο του, ε τότε… σ υ γ κ λ ο ν ί σ τ η κ ε σε τέτοιο βαθμό ο γιος του παπά, όπως αφηγείται ο κυρ Παντελής που τον γνώρισε – τότε που έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα, ηταν ο κυρ Παντελής τριάχρονο παιδάκι- που όχι μόνο έγινε παπάς, αλλά έγινε και ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό ς ιερέας, που αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την τήρηση των εντολών του Κυρίου, και τη φροντίδα του λογικού ποιμνίου που ο Θεός του εμπιστεύτηκε.


Όταν ακολούθησε ο Εμφύλιος -μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς- ο γιος του παπά που έγινε ιερέας, όχι μόνο δεν φοβόταν κ α θ ό λ ο υ το θάνατο, αλλά συχνά, με απόλυτο κίνδυνο της ζωής του, έμπαινε στα στρατόπεδα -είτε των δεξιών είτε των αριστερών, δεν έκανε διάκριση- και είχε γλυτώσει τις ζωές πολλών συχωριανών και συνανθρώπων.
Εκοιμήθη πριν κάποια χρόνια έχοντας υπηρετήσει με μεγάλη Πίστη και αυτοθυσία την Ορθόδοξη Εκκλησία- ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.

Αυτή ήταν η εμπειρία, πολύ συνοπτικά και επιγραμματικά.
Και μου την επιβεβαίωσε σε άλλο, ανύποπτο τόπο και χρόνο, και ο αδερφός του κυρ Παντελή που ζει και αυτός στην Πάτρα. Και την παρέθεσα, μόνο για όποιον είναι α γ ν ό ς στην προαίρεση και μπορεί να καταλάβει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός τελεσιουργεί θαυμάσια, νυν και αεί και εις τους αιώνας.
Και μακάριοι, οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες και οι έχοντες επί τον Κύριον την Ελπίδα της Σωτηρίας τους.