Γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα στὴν Ἄρτα, δίπλα σ᾽ ἀνθρώπους φτωχοὺς ἀλλὰ ἔντιμους, ποὺ στερήθηκαν πολλὰ γιὰ νὰ μοῦ δώσουν μία καλύτερη ζωή. Μεγαλώνοντας μὲ ψωμὶ κι ἁλάτι, κοπίασαν γιὰ νὰ ἔχει τὸ μοναχοπαίδι τους μόρφωση καὶ ἀξία στὴν κοινωνία. Ὁ πατέρας μου δούλευε γιὰ τὸ μεροκάματο ἀπ᾽ τὰ χαράματα ὡς τὸ σούρουπο στὸν κάμπο τῆς Ἄρτας, καὶ τὸν θυμᾶμαι νὰ γυρίζει στὰ σκοτάδια, τσακισμένος ἀπὸ τὴν κούραση ἀλλὰ πάντα μὲ τὸ χαμόγελο, σὰν νὰ ἤξερε ὅτι ὁ μόχθος ὁ δικός του ἦταν ἡ δικιά μου ἡ λευτεριά.

 

Πηγαίναμε κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία, ἐγὼ αὐτὸς καὶ ἡ μάνα μου. Ὅταν αὐτὴ πέθανε, ὁ πατέρας μου συνέχισε νὰ μὲ πηγαίνει καὶ νὰ ἀκοῦμε τὴν λειτουργία τοῦ παπα-Γιάννη, γιατὶ ὅπως μοῦ ἔλεγε πάντα «ὁ Θεὸς ἔχει κοντά του τὴ μάνα σου, γιατὶ ἐμεῖς προσευχόμαστε κι ἀνάβουμε ἕνα κεράκι γιὰ τὴν ψυχή της». Πάντα γελαστός, ἀκόμα καὶ στὰ δύσκολα, μοῦ ἔδινε κουράγιο γιὰ νὰ προχωρήσω καὶ νὰ μορφωθῶ. Μὲ θυμᾶμαι πιὸ μεγάλο νὰ ξενυχτάω στὸ φῶς τὸ καντηλιοῦ, ἀνάμεσα στὰ βιβλία, καὶ τὸ πρωὶ νὰ πηγαίνω μὲ τὸν πατέρα μου γιὰ δουλειὰ στὰ χωράφια.

 

Ὅταν πῆγα στὴν Ἰατρικὴ Σχολή, ἤξερα ὅτι τὰ χρώσταγα ὅλα στὴν οἰκογένειά μου. Ὁ πατέρας μου δὲν πρόλαβε νὰ μὲ δεῖ γιατρό, πέθανε ἕνα χρόνο πρὶν τελειώσω τὶς σπουδές μου, ἀλλὰ ὁρκίστηκα νὰ προσεύχομαι στὸ Θεὸ κάθε βράδυ, καὶ γι᾽ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴ μάνα μου. Ὁ καιρὸς πέρασε καὶ δὲν ξαναγύρισα στὴν Ἄρτα, ἀλλὰ ἔμεινα στὴν Ἀθήνα ποὺ οἱ εὐκαιρίες γιὰ τὴ δουλειά μου ἦταν πιὸ πολλές. Ἔκανα περιουσία καὶ παντρεύτηκα τὴν Εὐδοξία, κόρη ἑνὸς πλούσιου ἐμπόρου. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὴν εἶχε εὐλογήσει μὲ ὅλα τὰ δῶρα του καὶ παρ᾽ὅλες τὶς προσπάθειες καὶ τὶς προσευχές μας, δὲν καταφέραμε ποτὲ νὰ κάνουμε ἕνα γυιό, ποὺ ἦταν καὶἡ εὐχὴ τοῦ πατέρα μου.

 

Ὅταν ξεκίνησε ὁ πόλεμος μὲ τὸν Μουσσολίνι, μὲ στρατολόγησαν γιὰ νὰ προσφέρω τὶς γνώσεις μου στοὺς πολεμιστές μας ποὺ ἀντιστεκόταν στὸν Ἰταλὸ δικτάτορα καὶ μὲ ἔστειλαν γιὰ μία περίοδο σὲ μία μονάδα κοντὰ στὸ Δυρράχιο. Ἔνιωθα περήφανος στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ ἀντίκρυσαν τὰ μάτια μου μὲ εἶχαν κάνει νὰ χάσω τὸν ὕπνο μου. Κάποιοι μοῦ ἔλεγαν πὼς τὰ βράδια ἔκλαιγα, ἀλλὰ δὲν θυμόμουν ποτὲ τίποτα τὸ πρωί.

 

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἄρχισα νὰ ἀμφιβάλλω γιὰ κεῖνες τὶς Κυριακὲς στὴν ἐκκλησία μὲ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, σταμάτησα νὰ προσεύχομαι. Ποῦ ἦταν ὁ Θεὸς νὰ ἀκούσει τὶς κραυγὲς τῶν ἑτοιμοθάνατων; Ἂν δὲν ἄκουγε αὐτούς, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσει τὴν προσευχή μου; Σταμάτησα νὰ προσεύχομαι καὶ γιὰ τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, παρ᾽ ὅλο ποὺ εἶχα ὁρκιστεῖ νὰ μὴ τὸ ἀμελήσω ποτέ. Ἄρχισα νὰ ξεχνάω, καὶ τὸ μόνο ποὺ εἶχε μείνει ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν τὸ ρολόι ποὺ μοῦ εἶχε δώσει ὁ πατέρας μου. Ὅταν κάποια στιγμὴ μοῦ ἔσπασε κι αὐτό, ἦταν νὰ σὰν νὰ εἶχα γίνει ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, γνωστικὸς καὶ χωρὶς τὶς πλάνες τοῦ Θεοῦ.

 

Ἡ γυναίκα μου πέθανε τὸν χειμώνα τοῦ ᾽41 στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους. Ὅταν τελείωσε ὁ πόλεμος, δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ μὲ κρατάει στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἔφυγα μετανάστης στὴ Γερμανία. Ἔκλαιγα ὅταν ἔφευγα. Πολεμοῦσα τόσα χρόνια τὸν Γερμανὸ καὶ τώρα πήγαινα νὰ δουλέψω γι᾽ αὐτούς. Σκληροὶ ἄνθρωποι οἱ Γερμανοί, ἀγέλαστοι. Δὲν ἤθελαν ποτὲ νὰ κάνουν φίλους, ἤθελαν μόνο τὰ χέρια μας. Ὅμως δούλεψα σκληρὰ καὶ κέρδισα τὸν σεβασμό τους, καὶ πρόκοψα. Ἔγινα γνωστὸς χειρουργός, καὶ μετὰ διευθυντὴς σὲ μεγάλο νοσοκομεῖο στὸ Μόναχο. Δὲν ξαναπαντρεύτηκα ποτέ ὅμως. Μοῦ ἔλειπε πάντα ὁ τόπος μου, οἱ ἄνθρωποι, πάντα πρόσχαροι καὶ μὲ φιλότιμο, ἕτοιμοι νὰ σὲ βοηθήσουν. Ὁ Γερμανὸς δὲν ἤξερε ἀπὸ τέτοια.

 

Κάποια στιγμὴ ἐπέστρεψα στὸν τόπο μου γιὰ λίγες μέρες. Ἦταν καλοκαὶρι καὶ τὰ πανηγύρια ἔδιναν καὶ ἔπαιρναν σὲ ὅλα τὰ χωριά. Ἔνιωσα σὰν νὰ μὴν εἶχα φύγει ποτέ. Μόνο τὸ πατρικό μου ἦταν σὲ κακὰ χάλια, διαλυμένο καὶ ἐρημωμένο. Εἶχα κάνει περιουσία στὴ Γερμανία, τὰ λεφτὰ δὲ μοῦ ἔλειπαν καὶ ξόδεψα ἀρκετὰ γιὰ νὰ τὸ φτιάξω ὅπως τὸ θυμόμουνα.

 

Μιὰ μέρα περπατοῦσα μέσα στὴν πόλη καὶ βρέθηκα μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Σὰν νὰ θυμήθηκα τὶς δύσκολες ἐποχὲς τῆς νιότης μου, θέλησα νὰ μπῶ μέσα, παρ᾽ὅλο ποὺ δὲν εἶχα τὴν ἀνάγκη νὰ προσευχηθῶ. Ἤμουν ἄπιστος πιά. Προχώρησα καὶ εἶδα κάποιον παπᾶ νὰ κάθεται ὄρθιος μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Μόλις μὲ εἶδε μοῦ χαμογέλασε καὶ ἦρθε πρὸς τὸ μέρος μου. Ἐγὼ ἔνιωσα ἄβολα καὶ θέλησα νὰ φύγω ἀλλὰ ντράπηκα καὶ δὲν τὸ ἔκανα. Ἄρχισε νὰ μοῦ μιλάει.

–«Ἦρθες νὰ προσευχηθεῖς;» μοῦ εἶπε.

 

Δὲν ἤξερα τί νὰ τοῦ πῶ, ἀλλὰ σὰν νὰ μὲ ὤθησε ὁ διάβολος, τοῦ ἀπάντησα·

–«Δὲν πιστεύω σ᾽ αὐτά, παπᾶ».

 

Μὲ κοίταξε καὶ χαμογέλασε. –«Ὅλοι μας εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ», μοῦ εἶπε, «καὶ ὅλοι μας ἔχουμε τὸν Χριστὸ ποὺ μᾶς καθοδηγεῖ».

–«Ὄχι ἐγώ», τοῦ ἀπάντησα. «Ἐγὼ ξέρω πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός».

 

Βλασφημοῦσα μέσα στὸν Ἱερὸ Χῶρο σὰν νὰ μὲ καθοδηγοῦσε μία διαβολικὴ φωνή. Νόμισα πὼς ὁ παπᾶς θὰ μὲ ἔδιωχνε, ἀλλὰ ἀντὶ γι᾽ αὐτὸ συνέχισε νὰ χαμογελάει καὶ νὰ μοῦ μιλάει.

–«Ὅμως βαφτίστηκες Χριστιανός. Γιατί Τὸν ξέχασες; Γιατί Τὸν ἀπέρριψες;».

–«Ἤμουν στὸν πόλεμο, παπᾶ», τοῦ εἶπα. «Νέα παιδιὰ πέθαιναν ἀπὸ τὶς σφαῖρες καὶ τὸ κρύο. Προσεύχονταν στὸ Θεὸ κάθε μέρα, κ᾽ἐγὼ μαζί τους, καὶ ὁ Θεὸς δὲν βοήθησε ποτέ, δὲν ἀπάντησε κἄν. Εἶμαι ἄνθρωπος σπουδαγμένος, καὶ ξέρω πὼς ἂν κάτι δὲ τὸ βλέπεις, σίγουρα δὲν ὑπάρχει».

Ὁ παπᾶς μοῦ ἀποκρίθηκε·

–«Αὐτὴ τὴ στιγμὴ πῶς ζεῖς; Ἀκοῦς τὴν καρδιά σου νὰ χτυπάει;».

Δὲν ἤξερα τί νὰ τοῦ πῶ καὶ συνέχισε·

 

«Μερικὲς φορὲς τὰ πράγματα τὰ καθημερινὰ εἶναι τόσο σημαντικά, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τοὺς δίνουμε καμμία σημασία. Ἡ καρδιά σου χτυπάει, καὶ αὐτὸ εἶναι χάρη στὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέεις. Ὅπως εἶπες εἶσαι σπουδαγμένος ἄνθρωπος, καὶ τὸ ξέρεις».

Ἔμεινα ἄφωνος ἀπ᾽ τὴν ἀπόκρισή του. Δὲ σταμάτησε ἐκεῖ·

 

«Ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις εἶναι ἡ ζωή, ὅμως ποτέ δὲν τὸν βλέπεις, κι ὅμως ξέρεις πὼς εἶναι ἐκεῖ, γιὰ σένα καὶ γιὰ ὅλους μας. Ἔτσι εἶναι κι ὁ Θεός μας, ζωοδόχος καὶ ἄπειρος. Μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς περιτριγυρίζει σὲ κάθε μας στιγμή. Κι ὅπως τὰ βράδια, καθὼς ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι σου μετὰ ἀπὸ μία κουραστικὴ μέρα, μπορεῖς νὰ ἀκούσεις τὸν χτύπο τῆς καρδιᾶς σου πιὸ καθαρά, ἔτσι εἶναι κ᾽ ἡ προσευχή. Μπορεῖς νὰ δεῖς καὶ νὰ ἀκούσεις, ἀρκεῖ νὰ ξέρεις πῶς νὰ ζητήσεις».

 

Σάστισα. Ξαφνικὰ ἔνιωσα πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μου μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ εἶχαν ὁδηγήσει μακριὰ ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἀλήθειας Του. Ἤθελα νὰ δακρύσω, ἀλλὰ συγκρατήθηκα γιατὶ ἐκείνη ἡ ἀόρατη δύναμη μὲ παρακινοῦσε νὰ ἀντισταθῶ.

–«Παπᾶ, δὲ ξέρω ἂν εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα ὅπως τὰ λές. Πάντα προσευχόμουν στὸ Θεό μας, κι ὅμως μόνο δυσκολίες καὶ κακὰ γνώρισα σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἔφυγα στὰ ξένα, ἔζησα ἀνάμεσα σὲ κακοὺς καὶ μοχθηροὺς ἀνθρώπους, καὶ ποτέ δὲν ἔνιωσα τὴν ἀγάπη Του».

–«Ἔτσι καὶ ὁ Γυιός Του», μοῦ εἶπε. «Ἦρθε στὸν κόσμο μας, ἔζησε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐξιλέωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Πάθος Του».

 

Ἀνατρίχιασα στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του καὶ δὲν εἶχα λέξεις νὰ τοῦ πῶ. Ὅμως αὐτὸς εἶχε πολλὲς ἀκόμη·

 

«Ὁ Ρωμιὸς εἶναι καταδικασμένος νὰ ὑποφέρει, γιατὶ τὸν φθονοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ξέρουν πὼς δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ τὸν φτάσουν. Μᾶς ξενίτεψαν γιὰ νὰ μᾶς καταστρέψουν καὶ δὲν τὰ κατάφεραν. Θὰ τὸ ξανακάνουν πάλι σὲ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τώρα. Θὰ προσπαθήσουν νὰ μᾶς διαβάλουν, νὰ μᾶς μολύνουν. Θὰ προσπαθήσουν νὰ μᾶς χωρίσουν, νὰ βάλουν τὸν ἀδερφὸ ἐναντίον ἀδερφοῦ ξανά. Αὐτὸ θὰ προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια ἀκόμα, καὶ κάποια στιγμὴ σχεδὸν θὰ τὸ καταφέρουν».

 

Ξαφνιάστηκα μὲ τὰ λόγια του. Μιλοῦσε σὰν τοὺς τρελλοὺς τοῦ χωριοῦ ποὺ βλέπουν τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τὰ πράγματα τοῦ μέλλοντος. Τὰ λόγια του ἄρχισαν νὰ χάνουν τὴν ἀξία τους.

–«Παπᾶ, κ᾽ἐσὺ ποῦ τὰ ξέρεις αὐτά; Μὴ μοῦ πεῖς πὼς σ᾽ τὰ εἶπε ὁ Θεός, γιατὶ ξέρω κι ἄλλους τέτοιους».

Μοῦ χαμογέλασε καὶ δὲν ἀπάντησε.

–«Ἡ ἔλλειψη πίστης στὸ Ἔθνος καὶ στὸ Θεὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ. Ἡ ἔλλειψη τῆς δικῆς σου πίστης καὶ ὅλων αὐτῶν ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Ὅμως εἴμαστε Ἕλληνες καί, ἂν καὶ χάνουμε συχνὰ τὸ δρόμο μας, πάντα ἐπιστρέφουμε σ᾽ αὐτόν. Ἐσὺ θὰ ἐπιστρέψεις σ᾽ αὐτόν. Οἱ μελλοντικὲς γενεὲς θὰ ἐπιστρέψουν σ᾽ αὐτόν. Θὰ ἔρθει ἡ παρακμή, ἡ ἀπαξίωση. Ὅμως θὰ βρεθοῦν ἐκεῖνοι οἱ Ἕλληνες, ποὺ θὰ βάλουν τὰ πράγματα στὴ σειρά. Ἕλληνες ποὺ δὲν ξέχασαν ποτέ τὴν Πατρίδα τους, τὴν Σημαία τους, τὴ Σημαία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ποὺ κυματίζει περήφανα στὰ χώματα τὰ ματωμένα ἀπὸ τὸ αἷμα αὐτῶν ποὺ τὴν προστάτεψαν. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ χλευαστοῦν, θὰ κυνηγηθοῦν, θὰ φυλακιστοῦν. Ὅμως στὸ τέλος θὰ θριαμβεύσουν, γιατὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας, καὶ ὅ,τι εἶναι Ἑλληνικὸ εἶναι καταδικασμένο νὰ εἶναι αἰώνιο».

 

Εἶχα συγκλονιστεῖ τόσο πολὺ ποὺ δὲ μπόρεσα νὰ κρατηθῶ καὶ βγῆκα τρέχοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἔνιωσα τὸν καθαρὸ ἀέρα νὰ χτυπάει στὸ πρόσωπό μου καὶ ἄρχισα νὰ ἀνακτῶ τὰ λογικά μου. Ἔκανα νὰ φύγω, ἀλλὰ τότε ἔνιωσα ἄσχημα γιὰ τὸν παπᾶ. Τρελλὸς ἢ ὄχι, ἦταν ἕνας γέροντας καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν χαιρετίσω τουλάχιστον πρὶν φύγω. Ξαναμπῆκα στὴν ἐκκλησία. Δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ, ὅμως ἤμουν σίγουρος πὼς ὁ παπὰς δὲν εἶχε βγεῖ.

 

Πλησίασα πρὸς τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ εἶδα πάνω της κάτι νὰ γυαλίζει. Πλησίασα καὶ τὰ δάκρυα ἄρχισαν νὰ τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια μου. Ἦταν τὸ ρολόι τοῦ πατέρα μου, μόνο ποὺ δὲν ἦταν σπασμένο ἀλλὰ δούλευε ὅπως τότε ποὺ μοῦ τὸ εἶχε πρωτοδώσει. Κάθισα στὸ σκαλοπάτι τοῦ Ἱεροῦ καὶ ἔκλαιγα γιὰ ὧρες, προσευχόμενος στὸ Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου.

 

Ἔφυγα ξανὰ γιὰ τὴ Γερμανία, ἀλλὰ πάντα μὲ ἔτρωγε μέσα μου τὸ σαράκι νὰ πῶ τὴν ἱστορία. Λίγοι θὰ μὲ πιστέψουν, καὶ κινδυνεύω νὰ γίνω τὸ θέμα χλεύης ὅλων ἐκείνων πού, σὰν ἐμένα κάποτε, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ δρόμο Του. Ὅμως πιστεύω τὰ λόγια του παπᾶ, ὅποιος κι ἂν ἦταν αὐτός. Πὼς θὰ ἔρθει ἡ ὥρα καὶ ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι πιὰ φανερὸς σὲ ὅλους, ὅπως φανερώθηκε σὲ μένα ἐκείνη τὴ μέρα, τὴ σπουδαιότερη μέρα τῆς ζωῆς μου.

 

Τὸ ἀκόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1957 στὴν ἐφημερίδα τῆς Ἄρτας «Ἐλεύθερος Λόγος» ἀπὸ τὸν Ἀρτινὸ ἰατρὸ Κωνσταντῖνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρουργό καὶ γενικὸ διευθυντὴ τοῦ Νοσοκομείου τοῦ Μονάχου τὴν περίοδο 1954-1961.