Πριν το Πάσχα περίπου, πήγα με το θείο μου στο Κρυονέρι. Έπρεπε να παραδώσουμε κάτι σακιά με κοπριά. Μας γνωρίζει καλά ο πελάτης, έχουμε φιλικές σχέσεις, κι έτσι όταν τελειώσαμε τη δουλειά αποδεχτήκαμε τη πρότασή του να πάμε σε μια καλή ταβέρνα της περιοχής για ένα ουζάκι και μεζέδες.

Η ώρα πέρασε κι έτσι ήταν σχεδόν βράδυ όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Ο δρόμος είναι επαρχιακός, κι όπως καταλαβαίνετε, πολύ σκοτεινός.

Ακούγαμε μουσική στο ραδιόφωνο στη διαδρομή. Λόγω του βουνού, ο σταθμός χανόταν και επανερχόταν. Συνηθισμένο φαινόμενο στη περιοχή.

Σε κάποια στιγμή ο σταθμός χάθηκε τελείως και ακούγαμε μόνο χιόνια για αρκετή ώρα. Έψαξα να βρω άλλο σταθμό αλλά τίποτα. Έκανα μια τελευταία προσπάθεια.

Τότε βρήκα κάτι. Δεν ακουγόταν καθαρά κι έτσι προσπάθησα να πιάσω καλύτερα τη συχνότητα. Όμως αντί για μουσική άκουσα περίεργε ομιλίες. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε τη γλώσσα. Η αλήθεια είναι ότι δε ξέρουμε ούτε εγώ ούτε ο θείος μου κάποια άλλη εκτός από τα Ελληνικά και τα βασικά αγγλικά.

Όμως σίγουρα αυτό που ακούγαμε δεν ήταν ανθρώπινη ομιλία. Περίεργες λέξεις σαν κραυγές διακόπτονταν από λέξεις που έμοιαζαν με ελληνικά αλλά δεν καταλαβαίναμε τι σημαίνουν.

Κοίταξα με απορία το θείο μου κι αυτός εμένα. Δε μπορέσαμε να εξηγήσουμε τι ακούγαμε. Έτσι ο θείος μου, μου είπε να κλείσω το ραδιόφωνο.  Η βόλτα μας μέσα στην άγρια διαδρομή του βουνού άρχισε να με τρομάζει.

Πάτησα το κουμπί να κλείσω το ραδιόφωνο, αλλά αυτό συνέχιζε να παίζει τις ακαταλαβίστικες ομιλίες. Ξέχασα να σας πω ότι ακουγόταν παραπάνω από μία φωνή. Ήταν σαν να ακούγαμε κάποια συζήτηση.  

Ξαναπάτησα το off  πολλές φορές αλλά το ραδιόφωνο συνέχιζε να παίζει. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και δε συναντούσαμε κανένα αμάξι στο δρόμο.

Καθόμασταν αμίλητοι, φοβισμένοι στο αυτοκίνητο. Νομίζω ότι και οι δύο προσευχόμασταν να φτάσουμε γρήγορα και με ασφάλεια στο σπίτι.

Όμως ξαφνικά μπροστά μας εμφανίστηκε ξαφνικά μια λάμψη, σαν αστραπή, χωρίς θόρυβο και το αμάξι μας έσβησα στα ξαφνικά. Τίποτα δεν ανταποκρινόταν. Ο θείος μου κατάφερε να σταματήσει το αμάξι στην άκρη του δρόμου. Τα κινητά μας δεν είχαν σήμα.

Δε μιλούσαμε. Δε κοιταζόμασταν καν. Βλέπαμε με τρόμο έξω από το αμάξι ότι μπορούσαμε να διακρίνουμε μέσα στο σκοτάδι. Ακόμη μια λάμψη εμφανίστηκε από πίσω μας και χάθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα.


TRADE AND SAVE ΚΑΙ ΔΩΡΟ Ο ΦΠΑ!
ΟΦΕΛΟΣ ΕΩΣ 609,45 €



"Τι θα κάνουμε;" ρώτησα το θείο μου, χωρίς να πάρω αρχικά κάποια απάντηση.

Μετά από λίγο μου πρότεινε να βγει έξω για να σκουντήξει το φορτηγάκι, ενώ εγώ αφού πάρω τη θέση του οδηγού να προσπαθήσω να το βάλω μπροστά.

Ο θείος μου έξω και με γρήγορες κινήσεις πήγε πίσω από τη καρότσα.  Εγώ πήδηξα σχεδόν, στη θέση του οδηγού και  άρχισα να γυρνάω το κλειδί ελπίζοντας ότι θα πάρει μπρος.

Γύρισα πίσω να δω το θείο μου που σκουντούσε και τότε ήταν η στιγμή που εμφανίστηκε η τρίτη λάμψη. Όλα άσπρισαν, δε μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Η λάμψη χάθηκε και σιγά σιγά άρχισα να μπορώ να βλέπω και πάλι στο σκοτάδι. Ο θείος μου προσπαθούσε να σκουντήξει το αμάξι κι εγώ έκανα ακόμη μια προσπάθεια να γυρίσω το κλειδί. Και ναι, σαν θαύμα το αμάξι πήρε μπροστά. Ο θείος μου μπήκε τρέχοντας μέσα και ξεκινήσαμε.

Όταν πλησιάζαμε στο σπίτι άρχισε να ξημερώνει. Περίεργο. Όταν φύγαμε από το Κρυονέρι μόλις είχε αρχίσει να βραδιάζει.

Μετά από λίγο φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί μας περίμεναν οι γονείς μου και η θεία μου μέσα στην αγωνία.

"Που είσασταν τόσες ώρες;" ήταν το πρώτο που ρώτησε ο πατέρας μου. Ανησύχησαν.

Είδα το ρολόι. Ήταν 630 το πρωί. Κι όμως για τη διαδρομή που διανύσαμε και το λίγο χρόνο που έμεινε το αμάξι μας νεκρό θα πρέπει να ήταν 12 τα μεσάνυχτα.

Χάσαμε περίπου 6 ώρες που δε θυμόμαστε τι έγινε. Ο θείος μου από τότε, μερικές φορές συμπεριφέρεται περίεργα, είναι πολύ νευρικός.