Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης, αυτό το εμβληματικό μνημείο της συμπρωτεύουσας, δεν ήταν πάντοτε λευκός και ούτε ήταν έτσι το όνομά του. Αντιθέτως, για πολλούς αιώνες υπήρξε μια μαύρη φυλακή, κατασκότεινη κι ανήλιαγη, που όποιος έμπαινε μέσα, δεν ξανάβγαινε ποτέ.
Ένα παλαιό τουρκικό χειρόγραφο τον αποκαλούσε “Πύργο της Λησμονιάς”, γιατί όποιος δυστυχής διάβαινε στο εσωτερικό του, λησμονιόταν πια για πάντα κι άφηνε εκεί τα κόκαλά του. Άλλοτε, μέσα στον πύργο έμενε κι ένας φριχτός δήμιος, που έκοβε τα κεφάλια των καταδικασμένων θανατοποινιτών με περισσή ζέση κι αφοσίωση.
Πολλές ειδεχθείς και αιμοσταγείς ιστορίες, ειδικά κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, έχουν καταγραφεί για τα όσα διαδραματίστηκαν μέσα στα ανθεκτικά του τείχη. Ιστορίες αιμόφυρτες για απάνθρωπα βασανιστήρια και απάνθρωπους βασανιστές.
Μετά τη διάλυση του τάγματος των Γενίτσαρων το 1826, ωστόσο, απέκτησε το τρομακτικό όνομα Κανλί Κουλέ, δηλαδή Πύργος του Αίματος, λόγω των άγριων σφαγών εκ μέρους των Γενίτσαρων.
Όταν αργότερα οι Νεότουρκοι εκθρόνισαν τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ τον Β’ και έκαναν πρωτεύουσά τους τη Θεσσαλονίκη, ασβέστωσαν με μανία τον Κανλί Κουλέ, ίσως για να αποσβέσουν κάπως τα ποτάμια αίματος που είχαν τρέξει εκεί μέσα και να ξορκίσουν το κακό, κι έτσι, έλαβε το όνομα Μπεϊάζ Κουλέ, δηλαδή Λευκός Πύργος.
Κατόπιν, τη δεκαετία του 1930, οι Έλληνες τον μετέτρεψαν σε πύργο ασυρμάτου και φρόντισαν να ασπρίσουν κάθε σπιθαμή στο εσωτερικό του. Μια υγρή απόπνοια της γης, την οποία είχε αιώνες να δει ο ζωοφόρος ήλιος, χτυπούσε αμέσως την όσφρηση του επισκέπτη.
Σε μερικά σημεία, όπου δεν έφτανε το χάδι του φωτός των ακανόνιστων και φειδωλών παραθύρων του, το σκοτάδι έσκαγε βαρύ κι αφόρητο και μια οσμή τάφου αναδυόταν. Σε μια γωνιά, κάτι μαύριζε δυσοίωνα, σαν παλιό, ξεραμένο αίμα. Ενός παραθύρου τα σίδερα ήταν λυγισμένα. Κάποιος κατάδικος θα είχε παλέψει μαζί τους, για να φτερουγίσει έξω στην ελευθερία. Μα, τα σίδερα δε μιλούν για να μας πουν αν το κατόρθωσε…
Επί Τουρκοκρατίας, ο Λευκός Πύργος είχε κι αυτός τον μυστηριώδη φυλακισμένο του, όπως άλλοτε και ο Πύργος της Βαστίλης εκείνον που αποκαλούσαν “ο άνθρωπος με το σιδηρούν προσωπείο”.
Λένε, λοιπόν, πως μια φορά, ο Πασάς της Θεσσαλονίκης έστειλε έναν επιτετραμμένο του στον Λευκό Πύργο να διατάξει τον Διευθυντή των φυλακών να τον αδειάσουν αμέσως και να μείνει εντελώς έρημος από θανατοποινίτες.
Το πώς να τον αδειάσουν, δεν το όριζε ο Πασάς και ο Διευθυντής έπιασε αμέσως να αποκεφαλίζει τους κρατούμενους, γιατί απλούστερο τρόπο δεν έβρισκε. Πολλοί καταδικασμένοι, για να γλιτώσουν, πήδησαν από τον Πύργο και τσακίστηκαν.
Μέσα σε λίγες ώρες, κατά διαταγή του Πασά, το κτίριο ερήμωσε. Τα ουρλιαχτά και τα παρακάλια των θανατοποινιτών βουβάθηκαν. Το αθρόο αίμα έβαψε τα ντουβάρια, τα πατώματα, τα σίδερα, αλλά όπως το είχε πάντοτε συνήθειο, έβαψε και τις συνειδήσεις αυτών που προκάλεσαν το αιματοκύλισμα. Και ως γνωστόν, οι συνειδήσεις δεν ασβεστώνονται…
Αργά εκείνη τη νύχτα, με μύριες προφυλάξεις, οδηγήθηκε εκεί ένα πλάσμα, ένα κινούμενο τσακισμένο πλάσμα, ένα κουβάρι από σάρκα και οστά, που κανείς δεν το είδε από κοντά, ούτε κανείς το άκουσε να μιλά. Όχι μονάχα το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο σχολαστικά, αλλά και ολόκληρο το κορμί του, με τέτοιον τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να ορκιστεί αν ο αποκλειστικός ένοικος της τρισκατάρατης φυλακής ήταν άντρας ή γυναίκα.
Οι φρουροί έλαβαν ρητές εντολές και άγριες απειλές να μην πλησιάσουν σε καμία περίπτωση τον μυστηριώδη έγκλειστο και μονάχα τη νύχτα, όταν όλη η Θεσσαλονίκη κοιμόταν πια, ο ίδιος ο Πασάς, μεταμφιεσμένος σε απλό στρατιώτη, έμπαινε στον Πύργο μανιασμένος κι έξαλλος και κατευθυνόταν στο κελί όπου βρισκόταν η δύσμοιρη αυτή ανθρώπινη ύπαρξη.
Τότε, φωνές ανείπωτου πόνου και οδύνης τρύπαγαν το σκοτάδι, φωνές μαρτυρίου που τις σκέπαζαν μονάχα οι βλαστήμιες του Πασά και τα κροταλίσματα του καμουτσικιού, που έσκαγε στον αέρα και ξέσκιζε σάρκες ζωντανές.
Ένα βράδυ, τελικά, ένας ταλαιπωρημένος όγκος πετάχτηκε από τον Πύργο στη θάλασσα του Θερμαϊκού, στη θέση που λέγεται Πασά Λιμάνι. Ο όγκος εκείνος ήταν άνθρωπος νεκρός ή ζωντανός, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Ο Πύργος κράτησε καλά το μυστικό του. Δεν το φανέρωσε ούτε όταν οι Νεότουρκοι τον ασβέστωσαν, για να γίνει ο κατοπινός Λευκός Πύργος.
Γύρω από τον Πύργο, όταν ακόμη ήταν Πύργος του Αίματος, υπήρχε ένα στιβαρό περιτείχισμα με πυργίσκους και επάλξεις.
Μια δαιμονισμένη μαύρη σκιά εμφανιζόταν, ορκίζονταν οι Τούρκοι φρουροί της ειρκτής, πάντοτε κάθε Παρασκευή βράδυ μετά τα μεσάνυχτα και σεργιάνιζε φοβερή και απειλητική επάνω στα μεντένια του φρουρίου και τέτοιον τρόμο προξενούσε στους Τούρκους σκοπούς, που μη βαστώντας να αντικρίζουν την αποκρουστική του όψη, αλλοφρονούσαν και πηδούσαν κάτω απ’ τους πυργίσκους, έσκαγαν στη θάλασσα και πνίγονταν.
Το κακό αυτό είχε τόσο παραγίνει, που στο τέλος ο Σουλτάνος διέταξε να γκρεμιστεί το περιτείχισμα κι άφησε μονάχα ανέγγιχτο στη θέση του το φρούριο.
Ποιο να ήταν άραγε το μαύρο φάντασμα του Λευκού Πύργου, που τόσο τρόμαζε του Τούρκους, οι οποίοι προτιμούσαν να κατακρημνιστούν παρά να το σιμώσουν, ούτε η Ιστορία το ξέρει ούτε η Παράδοση το εξηγεί.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 20/10/1927…
Τουρκικοί θρύλοι για τον Λευκό Πύργο
Ημερομηνία: 10/03/2021
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: https://strangepress.gr/2021/03/07/to-mayro-fantasma-tou-leykou-pyrgou-tis-thessalonikis/
0 Σχόλια: