Μοναχός ἁγιορείτης διηγεῖται: «Ἡ εὐωδία, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπό τόν Γέροντα, ἦταν ἄλλο πρᾶγμα. Πολλές φορές, ὅταν ἀσπαζόμουν τό χέρι του, αἰσθανόμουν ἕνα ὑπερφυσικό ἄρωμα, σάν μύρο. Τό ἴδιο αἰσθανόμουν νά ἐξέρχεται ἀπό τό στόμα του καί ὅταν μοῦ μιλοῦσε, ἐνῶ φυσιολογικά, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς του νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐξέρχεται δυσοσμία. Ἐπανειλημμένως εἶχε συμβῆ τό ἴδιο  ἄρωμα νά τό πρωτοαισθάνωμαι μόλις περνοῦσα τό ρέμα καί νά μέ συνοδεύη σέ ὅλη τήν διαδρομή μέχρι νά φθάσω στό Κελλί του, στήν «Παναγούδα».

Ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Ἀ. μαρτυρεῖ: «Μέ περίμενε ὁ Γέροντας ἕνα πρωινό γιά νά κάνουμε μιά ἐργασία μαζί. ῞Οταν τοῦ ἀσπάσθηκα τό χέρι, αἰσθάνθηκα ἔντονη εὐωδία, ἀλλά καί ὅλη ἡ αὐλή ἦταν πλήρης εὐωδίας».