Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε ὀμπρέλλα καί ἀδιάβροχο. Δέν ἦταν ἀλεξίβροχος, οὔτε ἀδιάβροχος. Ἀντιθέτως ἦταν εὐαίσθητος στό κρύο καί στήν ὑγρασία. Κάποιες φορές ὅμως, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Θεός, γινόταν
ἄβρεκτος.Ἐνῶ δηλαδή γύρω του ἔβρεχε πολύ, αὐτόν δέν τόν ἄγγιζε σταγόνα.
«Κάποτε μετέφερα τόν Γέροντα», διηγεῖται ὁ κ. Κουτσογιάννης Κωνσταντῖνος, «ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου Χαλκιδικῆς στήν Σουρωτή. Σέ ὅλη τήν διαδρομή εἴχαμε καταρρακτώδη βροχή λές καί εἶχαν ἀνοίξει οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Μόλις φθάσαμε, περίμεναν οἱ ἀδελφές μέ ὀμπρέλλες καί πανωφόρια νά τά δώσουν στόν Γέροντα νά μήν βραχῆ. Μοῦ ἔκαναν νόημα νά πλησιάσω ὅσο γίνεται πιό κοντά στό κτίριο. ῞Ομως, ὅλως παραδόξως ἐκείνη τήν στιγμή σέ μιά ἀκτίνα δύο μέτρων γύρω ἀπό τό αὐτοκίνητο ἔπαυσε νά πέφτη βροχή, ἐνῶ πιό πέρα χαλοῦσε ὁ κόσμος. Ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Γέροντας καί μέ χαιρέτησε καί μπῆκε μέσα, ἄρχισε νά βρέχη κανονικά καί πάνω στό αὐτοκίνητο».