Κάποτε βαδίζοντας στόν δρόμο βρῆκε ἕνα ὡραῖο μεγάλο μανιτάρι. «Δόξα τῷ Θεῷ», εἶπε, «στήν ἐπιστροφή θά τό κόψω γιά νά περάσω μ᾿ αὐτό τό βράδυ». Ὅταν ἐπέστρεψε κάποιο ζωντανό εἶχε φάει τό μισό μανιτάρι. Δίχως νά στενοχωρηθῆ εὐχαρίστησε πάλι τόν Θεό: «Δόξα τῷ Θεῷ, τόσο ἔπρεπε νά φάω», σκέφθηκε καί τό πῆρε. Ὅταν τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ βγῆκε ἀπό τό Καλύβι του, ὅλος ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος μανιτάρια. Καί πάλι εὐχαρίστησε τόν
Θεό. «Δόξα τῷ Θεῷ» καί γιά τό ἕνα, καί γιά τό μισό καί γιά τά πολλά.