Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Βρισκόμουν σέ κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ἦταν ἑσπέρα. Φεύγοντας, βρίσκω ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἕναν λαϊκό, πού ἤθελε νά μοῦ μιλήση. Προχωρώντας ἄρχισε νά μοῦ λέη τά προβλήματά του. Ἡ ὥρα περνοῦσε καί ἤμουν ἄρρωστος. Ἦταν τέτοια ἡ ἀρρώστια, πού οὔτε μποροῦσα νά καθήσω νά ξεκουραστῶ, οὔτε νά στέκωμαι ὄρθιος. Ἐνῶ λοιπόν μοῦ μιλοῦσε, πέρασε ἡ ὥρα καί νύχτωσε. Σκέφθηκα σέ μιά

στιγμή τήν ἀρρώστια μου καί θέλησα νά διακόψω τήν συζήτηση, ἀλλά εἶπα: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόσα προβλήματα, ἐγώ τόν ἑαυτό μου θά κοιτάζω;». Καί ἔτσι συνέχισε νά μοῦ μιλᾶ, μέχρι πού νύχτωσε τελείως. Ὁ λαϊκός εἶχε νά κοιμηθῆ κάπου, σέ γνωστό του Κελλί.
Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε κλείσει. Ἀφοῦ τελειώσαμε, πῆρα τόν δρόμο γιά νά πάω στό Καλύβι. Μπῆκα στό μονοπάτι καί θά περνοῦσα ἀπό ἕνα σημεῖο πού εἶναι στενό καί ἀπότομο. Ὅταν ἔφθασα στό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή δέν ἔβλεπα, δέν εἶχα καί φακό μαζί μου, πέφτω μέσα στά κλαδιά καί στά βάτα καί πιάστηκα ἀπό τά κλαδιά. Δέν ἔβλεπα καθόλου καί μοῦ ἦρθε τό σακκίδιο στό κεφάλι μου. Στήν θέση πού βρισκόμουν σκέφθηκα: «Τί νά κάνω; Ἄς κάνω τό Ἀπόδειπνο». Ἀρχίζω «Ἅγιος ὁ Θεός...» κ.λπ. Σέ μιά στιγμή ἀνάβει ἕνα φῶς δυνατό˙ τό κεφάλι μου ἔγινε σάν λάμπα! Γύρω μου ἔγινε μέρα! Ὁπότε εἶδα ποῦ βρισκόμουν καί σκαρφάλωσα καί βγῆκα. Τό φῶς συνέχιζε νά φωτίζη γύρω μου. Ἡ καρδιά μου ἦταν γεμάτη ἀπό οὐράνια ἀγαλλίαση. Ἔφθασα στό Καλύβι, πῆρα τό κλειδί ἀπό τήν θέση πού τό εἶχα, ἄνοιξα, μπῆκα στήν Ἐκκλησία, ἄναψα τά καντήλια καί τότε τό φῶς υποχώρησε».