Ήταν, λοιπόν γύρω στις δέκα το πρωί, όταν η κυρα-Λένη είχε πάει να ρίξει λίπασμα στις ελιές τής οικογένειας, στη ρεματιά πίσω από την εκκλησία της Παναγιάς. Ξαφνικά, αισθάνθηκε μια ξαφνική «φοβομανία», όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια, την αίσθηση δηλαδή του υπερφυσικού τρόμου που έρχεται χωρίς κανένα ορατό σημάδι, όταν βρίσκεται κανείς κοντά σε κάποια έκφανση του υπερφυσικού. Λίγες στιγμές αργότερα, άκουσε μια εξαίσια γυναικεία φωνή να τραγουδάει.
Κοίταξε γύρω της, μα δεν είδε κανέναν. Η πρώτη της σκέψη ήταν πως κάποιος λίγο πιο μακριά είχε ανοίξει ένα ραδιόφωνο, μα το τραγούδι ερχόταν από πολύ κοντά και δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα. Προσπάθησε να ξεχωρίσει τα λόγια, μα της ήταν αδύνατον. Άκουγε μόνο τη ροή της μελωδίας, αλλά τα λόγια έμοιαζαν να μην ξεχωρίζουν στ' αυτιά της. Ήταν μια μελωδία απίστευτης ομορφιάς, που δε χόρταινε να την ακούει. Θα πρέπει να την αφουγκραζόταν ώρα πολλή, όταν άκουσε λίγο πιο μακριά την κουβέντα της θείας της με έναν συγχωριανό τους. Τη στιγμή που ακούστηκαν οι ανθρώπινες φωνές, το τραγούδι σταμάτησε ξαφνικά και δεν ξανακούστηκε.