1700. Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνεικο. Δύο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, να αγκαλιάζει ξαφνικά τους ανθρώπους... Οι παπάδες έκαναν εξορκισμούς... Την δέκατη μλέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του βγάλουν τη καρδιά μέσα στην εκκλησία. Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος αντί να ανοίξει το στέρνο άνοιξε τη κοιλιά. Έψαξε έψαξε αλλά δεν βρήκε αυτό που ζητούσε. Κάποιος του είπε ν' ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλαν τη καρδιά. Για να καλυφθεί η μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θυμίαμα καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα. Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις,έβλεπαν εφιαλτικά οράματα... Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα η κραυγή "βρικόλακας", "βρικόλακας"... Ο χασάπης έπαιρνε όρκο πως το πτώμα ήταν ολόζεστο. Μερικοί έλεγαν πως το αίμα ήταν κατακόκκινο. Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σε όλη τη πολιτεία... Πήραν τη καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Μ' όλα αυτά ο βρικόλακας δεν έννούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός.