Ήμουν φαντάρος στην Κύπρο ΕΛ.ΔΥ.Κ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) το 1992 κι ένα βράδυ λοιπόν ήρθε στο όνειρό μου η αγαπημένη μου γιαγιά. Πιο συγκεκριμένα ήταν η μητέρα του πατέρα μου, στην οποία πήγαινα κάθε καλοκαίρι στο Σούλι και την έβλεπα. Κάθε φορά που έφευγα καθόταν στην πόρτα με τα μαλιά της δύο κοτσίδες και με αποχαιρετούσε κι έλεγε πως είναι η τελευταία φορά που την βλέπω γιατί θα πεθάνει. Το βλέμμα της αυτό μαρτυρούσε, ήταν βλέμμα αποχαιρετισμού κάθε φορά. Έλα ρε γιαγιά της έλέγα, θα ζήσεις ακόμη πολλά χρόνια, όπως κι έγινε. Η γιαγιά μου πέθανε στα 92 της χρόνια, έχοντας πλήρη διάυγεια και μάλιστα πήγαινε περπατώντας στα χωράφια μέχρι 3 μήνες πριν πεθάνει.
Βλέπω λοιπόν στον ύπνο μου αυτό το κλασικό σκηνικό που αναφέρω στην αρχή. Την γιαγιά μου να με αγκαλιάζει και να μου λέει ήρθα να σε χαιρετήσω, σε αγαπώ πολύ. (δεν είχα νόηση ότι βλέπω όνειρο, αλλά ότι είμαι εκεί στο χωριό μπροστά της). Έλα ρε γιαγιά της λέω, κάθε χρόνο τα ίδια λές και μια χαρά είσαι. Καθόταν εκεί πάλι με τα μαλιά της κοτσίδες όπως τα έπιανε πάντα και μου λέει το εξής που μου έμεινε χαραγμένο για πάντα στην μνήμη μου : <<όχι, δεν κατάλαβες. Αυτή την φορά έχω φύγει ήδη και ήρθα να σε χαιρετήσω>>... Τά έχασα κι εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι βλέπω όνειρο και της είπα: μην κάνεις έτσι, μόλις πάρω άδεια θα έρθω στο χωριό να σε δω. Όχι, μου απαντάει, θα αργήσει πολύ η ώρα που θα ξανασυναντηθούμε... (κρατήστε το αυτό, ήξερε πότε θα βρεθούμε ξανά δηλαδή?)
Ταράχτηκα η αλήθεια είναι και πήρα τηλέφωνο την μητέρα μου στην Αθήνα το επόμενο απόγευμα που είχα έξοδο και την ρώτησα όπως πάντα άν είναι όλοι καλά. Καλά μου λέει, εκτός από την γιαγιά σου την Βάσω, που είναι πολύ άρρωστη. Ντάααν, κεραμμύδα . Άστα αυτά της λέω πέθανε...ναι μου λέει χθές το βράδυ...που το ξέρεις, στο είπε κάποιος? Τι να σου εξηγώ τώρα, της απάντησα κι έκλεισα το τηλέφωνο κι έμεινα αποσβολωμένος να σκέφτομαι την επίσκεψη της γιαγιά μου.

“Θα αργήσεις να έρθεις”... αυτή της η κουβέντα μου έμεινε και σκεφτόμουν πως ήξερε η γιαγιά μου που μόλις είχε πεθάνει πότε θα βρεθούμε. Έβλεπε δηλαδή το μέλλον? Παρόν, παρελθόν και μέλλον μήπως είναι ένα, απλά το κάθε ένα διαδραμίτεται σε αναρίθμητες διαφορετικές διαστάσεις? Στο τέλος της αφήγησης θα δώσω την δική μου ερμηνεία, μιας και υπάρχει συνέχεια.

Το δεύτερο αντίστοιχο περιστατικό συνέβη κάποια χρόνια μετά που κατά σύμπτωση με είχαν καλέσει σαν επίστρατο στα Γρεβενά.
Το δεύτερο βράδυ που ήμουν εκεί, ήρθε στον ύπνο μου μια αγαπημένη μου θεία που μου είχε μεγάλη αδυναμία. Ήμουν στο σπίτι του γιού της που έμενε στην Αθήνα και φόρεσε το παλτό της και πριν ανοίξει την πόρτα να φύγει, με πήρε αγκαλιά και μου είπε:
- σε αγαπώ πολύ, πρέπει να φύγω, ήρθε η ώρα μου...
- της λέω, περίμενε να γυρίσω Αθήνα από τα Γρεβενά και θα έρθω να σε δω.
-δεν γίνεται μου λέει, φεύγω απόψε. Θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα σου, αργεί ακόμη. Με φίλησε, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε...

Ότι είχαν βγεί τότε τα κινητά και λόγω δουλειάς είχα από τους πρώτους, πρέπει να ήταν γύρω στο 1995-1996 και το πρώτο πράγμα που έκανα το πρωί ήταν να πάρω τηλέφωνο την μητέρα μου και της λέω:
-πέθανε η θεία Μαρία η μητέρα του Βασίλη του γιατρού?
-ναι, χθες το βράδυ, πως στην ευχή το ξέρεις?
-Ήρθε χθες το βράδυ στον ύπνο μου να με χαιρετήσει, της είπα. (της είχα πει φυσικά για το όνειρο με την γιαγιά μου, που ήταν η μητέρα της θείας μου αυτής).
-Όπως ήταν φυσικό, η μητέρα μου κοκκάλωσε όταν της είπα ότι το ήξερα από ένα “όνειρο” και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο.

Ακριβώς το ίδιο σκηνικό και στις δύο περιπτώσεις. Ήρθαν να με αποχαιρετήσουν προσωρινά και μάλιστα και οι δύο γνώριζαν το πότε θα συναντηθούμε ξανά...

Τρίτο σκηνικό με τον ξάδερφό μου από το χωριό.
Ήταν ξημερώματα Καθαράς Δευτέρας, όταν ξαφνικά βλέπω στον ύπνο μου ότι είμαι στο χωριό και βλέπω το σπίτι του ξαδερφού μου (29 χρονών), από το απέναντι σπίτι μιας άλλης θείας μου. Βλέπω στην αυλή μπροστά ένα μεγάλο σύννεφο χρυσό να βγάζει φώς σαν ενέργεια και να πέφτει ή ανεβαίνει από την γη, ακριβώς όπως φαίνονται οι ηλιαχτίδες μέσα από τα σύννεφα.
Και αναρωτιέμαι, τι είναι αυτό που βλέπω? Και γιατί είμαι εδώ στο χωριό? Γάμος δεν είναι, Πάσχα δεν είναι, καλοκαίρι δεν είναι. (την περίπτωση της κηδείας δεν την σκέφτηκα η αλήθεια είναι).
Κάπως με τάραξε γιατί είχε παράξενη ατμόσφαιρα και σηκώθηκα να πάω τουαλέτα. Κοίταξα το ρολόϊ και ήταν 5:45...
Το πρώι γύρω στις 8:30 χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν η μεγάλη μου αδερφή. Κλαίγοντας μου λέει ότι ο Τόλης είχε σοβαρό τροχαίο και είναι στην εντατική. Πέθανε της λέω, ποια εντατική (τότε κατάλαβα τι είδα). Ναι μου λέει, στις 5:45 το πρωί... σοκ, δηλαδή την ώρα που ξεψύχησε, εγώ είδα την ψυχή του να ανεβαίνει στο σύννεφο, ότι τέλος πάντων ήταν αυτό.
Τρελάθηκα, μιας και του είχα μεγάλη αδυναμία. Ήταν παθιασμένος με τον Ολυμπιακό κι εγώ Παναθηναϊκός και η καζούρα πήγαινε σύννεφο. Τον έπαιρνα τηλέφωνο από το γήπεδο όταν βρίζαμε τον Ολυμπιακό για να τα ακούει live (χααχαχχααα) και αντίστοιχα αυτός όταν ήταν στο Καραϊσκάκη ή στο εξωτερικό με εκδρομή. Υπάρχει λόγος που αναφέρω το πάθος του με τον Ολυμπιακό.
Έπεσα σε μαύρη κατάθλιψη κι έκλαιγα ασταμάτητα, είχα ένα μεγάλο βάρος στην ψυχή. Δεν μπορούσα να συνηθίσω στην ιδέα του ότι ο ξάδερφός μου είχε πεθάνει.
Μετά από 40 ημέρες λοιπόν, βλέπω ένα όνειρο, αρκετά διαφορετικό από τα συνηθισμένα που βλέπουμε όλοι. Είχα πλήρη διαύγεια και καταλάβαινα απόλυτα του τι συμβαίνει εκείνη την στιγμή, ήμουν σε άλλο επίπεδο πνευματικό ξεκάθαρα.
Βλέπω λοιπόν τον ξάδερφό μου μπροστά μου στο ένα μέτρο και πίσω του ήταν ένα μεγάλο δέντρο με κόκκινα άνθη και πολλά λουλούδια και δύο καταπράσινους λόφους. Πίσω εκεί παίζανε μικρά παιδάκια ηλικίας 6-7 χρονών περίπου και τρέχανε και παίζανε και γελάγανε. Το σκηνικό έμοιαζε ξεκάθαρα ανοιξιάτικο, ήταν η γιορτή της φύσης. Με μια όμορφη λιακάδα που δεν σε έκαιγε ο ήλιος, μια τέλεια θερμοκρασία. Δεν γνώρισα κανένα και γύρισα και τον πήρα αγκαλιά (τα μαλιά του από ξυρισμένα είχαν μακρύνει λίγο, όσο δηλαδή θα μάκραιναν πάνω κάτω σε 40 ημέρες) και τον φίλησα με θέρμη. Και ακολουθεί ο εξής διάλογος:

είμαι καλά μην ανυσηχείς, ήρθα να σε χαιρετήσω και σταμάτα να κλαίς.
Ά ρε Τόλη του λέω, τι πήγες κι έκανες. Τέλος πάντων, βρήκες ώρα να το κάνεις που την προηγούμενη Κυριακή σας κερδίσαμε 1-0 και γλίτωσες την καζούρα (άκου τι βρήκα να του πω, αλλά είπαμε αυτού του είδους η καζούρα ήταν η πλάκα μας)
Ποιός Παναθηναϊκός και ποιος Ολυμπιακός, με τι ασχολείσαι?
Τι λές ρε Τόλη? Εσύ το λές αυτό που ήσουν άρρωστος με τον Ολυμπιακό?
Ναι εγώ. Δεν έχει καμία σημασία, δεν έχει νόημα να ασχολείσαι με τέτοια πράγματα. Είναι αστεία και δεν σου προσφέρουν τίποτα. (κάγκελο εγώ)
Για πές μου του λέω αφού συνήλθα από την συμβουλή αυτή, τι συμβαίνει μετά, που είσαι?
Δεν μπορώ μου λέει να σου πω, δεν θα καταλάβεις.
Τι εννοείς δεν θα καταλάβω? Αφού ξέρεις ότι από Τετάρτη Δημοτικού ασχολούμαι και διαβάζω συνέχεια για ανεξήγητα φαινόμενα κλπ, θα καταλάβω, έχω ανοιχτό μυαλό και ξέρω πράγματα.
Όχι μου λέει και να σου εξηγήσω δεν θα καταλάβεις. (άρα, εδώ μου είπε ότι μέσα σε 40 ημέρες από τον θάνατο, ήξερε τι συμβαίνει και τα κατανοούσε μάλιστα και αναφερόταν σε μια κατάσταση τόσο διαφορετική που δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τον δικό μας νου. Είναι δηλαδή σαν να λές σε ένα καρτούν που ζει σε δύο διαστάσεις ότι υπάρχει και τρίτη διάσταση και είναι αυτή που το παρακολουθούμε εμείς. Πως θα αντιλαμβανόταν κάτι τέτοιο? Δεν μπορείς μου λέει να αντιληφθείς τι πραγματικά συμβαίνει. Όταν το έλεγε αυτό έμοιαζε κάπως αποσβολωμένος προφανώς με αυτά που ζούσε και καταλαβαίνω λίγο ότι ήταν και από το αγχος του αποχωρισμού, μιας και υπήρχε πολύ μεγάλος θρήνος μιας και μιλάμε για νέο άνθρωπο.
Ά ρε Τόλη του κάνω (και ήθελα να ρωτήσω άν υπάρχει Χριστός, Θεός κλπ και άν είναι όπως τα φανταζόμαστε), αλλά με διέκοψε και μου είπε:
Πρέπει να φύγω, δεν έχω πολύ χρόνο ακόμη. Σε αγαπώ και σταμάτα να στεναχωριέσαι, είμαι καλά, αυτό να ξέρεις.

Σοκ... τι ήταν αυτό που έζησα λέω. Από εκείνη την ημέρα σταμάτησα να κλαίω και ξεπέρασα τον χαμό του, γιατί αυτό μου ζήτησε να κάνω. Αυτή η εμπειρία για μένα ήταν ξεκάθαρη, μπορεί κάποιος να το αμφισβητήσει και να μου πει είδες όνειρο επειδή τον είχες στο μυαλό σου.
Έχοντας όμως δεί σε πραγματικό χρόνο τους θανάτους αυτών των τριών αγαπητών μου προσώπων, που δεν κολλάει να πει κανείς τους είχα έννοια, γιατί δεν ήξερα κάτι ώστε να υπάρχει η αυθυποβολή, ξέρω πολύ καλά ότι ήταν μια πραγματική επίσκεψη αποχαιρετισμού, έστω προσωρινού...

Ένα άλλο τελευταίο σκηνικό ήταν με την πεθερά μου, την οποία αγαπούσα πολύ όπως κι εκείνη το ίδιο. Είχε πεθάνει λοιπόν κάποιες μέρες, και ήταν ο πεθερός μου και η γυναίκα μου στον τάφο της και μιλάγανε μεταξύ τους για το πότε θα φτιάξουν με μάρμαρο το μνήμα και γενικά το άφησαν λίγο φλού (αυτό το έμαθα μετά, δεν ήξερα τίποτα για όλο αυτό)
Εκείνο το βράδυ λοιπόν την βλέπω στον ύπνο μου με το νυχτικό της και μου έβαλε γκάζια κι έλεγε: -τι θα γίνει? Δεν θα μου φτιάξετε το μνήμα? Έτσι θα με αφήσετε? Τι κάθονται και συζητάνε κι εσύτι κάνεις? (είχα πει ότι θα το αναλάβω εγώ γιατί είχα έναν φίλο που δούλευε εκεί στο νεκροταφείο). Κι έτσι όταν είπα στην γυναίκα μου το όνειρο μου αποκάλυψε τι συζητούσαν εκείνο το βράδυ πάνω από τον τάφο της...
Μετά από κάποιες μέρες, κάναμε λίγο νωρίτερα τα 40 γιατί έπεφτε Πάσχα νομίζω και επειδή υπήρξε ένα θέμα με τον πολύ κόσμο πάραυτα στην εκκλησία, εγώ και η γυναίκα μου φύγαμε για να πάμε στο παιδί που ήταν σε κάποιο άλλο σπίτι.
Έχεται λοιπόν το βράδυ στον ύπνο μου και δίνει ένα σακουλάκι μέ ένα ψωμάκι μέσα και μου λέει φάτο...εεεε, κάνω εγώ (είχα διαβάσει ότι δεν κάνει να φάς απο πεθαμένο γιατί θα σε πάρει μαζί του έλεγαν), φάτο μου λέει δεν παθαίνεις κάτι, είναι για μένα. Δεν κατάλαβα τι εννούσε, αλλά τελικά το έφαγα, τι να έκανα?
Το λέω στην γυναίκα μου το πρωί τι είδα και μου λέει έκπληκτη φωνάζοντας: και σε μένα ήρθε και μου έδωσε κι εμένα ένα σακουλάκι με ψωμί... Κοιταζόμασταν για ώρα αποσβωλομένοι και την ρώτησα άν μου έκανε πλάκα και με διαβεβαίωσε ότι δεν κάνει πλάκα και πόσο μάλλον με την μητέρα της που είχε πεθάνει πριν μερικές ημέρες αν μη τι άλλο.
Όταν το είπαμε στον πεθερό μου, μας είπε το εξής που μας άφησε ακόμη πιο έκπληκτους:
Εμ βέβαια. Αφού φύγατε πριν φάτε το αντίδωρο που πηγαίνουν οι συγγενείς στην εκκλησία για την μνήμη της. Αυτό που πήγαμε μας λέει, ήταν ένα ψωμάκι σε ένα διάφανο σακουλάκι , όπως αυτό που λέτε ότι σας έδωσε να φάτε...

Κοιταζόμασταν ακόμη πιο έκπληκτοι από πριν για αρκετή ώρα. Ήρθε δηλαδή να μας δώσει να φάμε το αντίδωρό της που δεν φάγαμε. Προφανώς γι αυτήν έπαιζε κάποιο σημαντικό ρόλο, μάλλον ήταν μυστήριο και υπάρχει τελικά λόγος που γίνεται. Το σώμα του Χριστού συμβολίζει...