Το βουνό, το Δρακοβούνι που λέμε , παλλαϊκά ήταν γιομάτο από αλλόκοτα φίδια, τους δράκους που λέγαν. Τότες, εκεί απάνου κατά το Κούτσουρο, σταίναν στρούγκα τις άνοιξες και είχαν τα πράματά τους οι Κατσουλαίοι. Σκάριζαν πάντα δύο αδέρφια και τις νύχτες που έβρεχε κοιμόνταν σε μια σπηλιά, τη Γρούσπα. Κάποτε, μία νύχτα, ένας αλλόκοτος δράκος άρπαξε στο στόμα του ένα από τα δύο αδέρφια την ώρα που κοιμόταν. Άμα ξύπνησε τον είχε καταπιεί μέχρι τις αμασκάλες. Γλίτωσε με βάσανα κι έφυγε σκιαγμένος για το χωριό. Το άλλο βράδυ πήγε ο αδερφός του να κοιμηθεί στα πράγματα, γιατί εκείνος έκανε τον άρρωστο χωρίς να μαρτυρήσει τίποτα. Έπαθε, όμως και αυτός το ίδιο και γλίτωσε με το ζόρι. Από τότε οι Κατσουλαίοι δεν έστησαν ποτέ στρούγκα στ΄απάνου βουνό.