‘Ηταν Ιούλιος του 1931. Πάνω στην Πεντέλη, όπου παραθέριζε το 1ο Σύνταγμα Πεζικού, υπήρχε μια μικρή, όμορφη λίμνη, που την εποχή εκείνη αποτελούσε πόλο έλξης για τους Αθηναίους, οι οποίοι την επισκέπτονταν και κολυμπούσαν στα νερά της.

Μα, η λίμνη αυτή περιβαλλόταν από μεγάλο μυστήριο… Ήταν ένας σβησμένος κρατήρας παλιού ηφαιστείου, από το βάθος του οποίου ανάβλυζε νερό. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης ακόμη, κυκλοφορούσαν πολλές φήμες σχετικά με τις νεράιδες της λίμνης της Πεντέλης. Πάντως, είχε παρατηρηθεί ότι οτιδήποτε έπεφτε στα νερά της, εξαφανιζόταν ως δια μαγείας, σαν να ελκόταν στον βυθό από μυστηριώδεις δυνάμεις.



Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι βοσκοί και οι παραθεριστές δεν πλησίαζαν ποτέ τη νύχτα στις όχθες της, επειδή τη θεωρούσαν στοιχειωμένη.

Ο Διοικητής του 1ου Συντάγματος Πεζικού, κύριος Διάμεσης, που δε συμμεριζόταν τις προλήψεις αυτές, έδωσε την άδεια στους άντρες του να κολυμπούν στα νερά της. Αλλά, δυστυχώς, στα μέσα του Ιουλίου του 1931, ο Δεκανέας Π. Διαμάντης βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στη λίμνη.

Ο ατυχής Δεκανέας έπεσε πρώτος να κολυμπήσει, μα πριν προλάβουν να τον ακολουθήσουν οι συνάδελφοί του, άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Στο άκουσμα των απεγνωσμένων κραυγών του, προσέτρεξε ο Δεκανέας του 2ου Λόχου, Σωτηρόπουλος, ο οποίος προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον συγκρατήσει στην επιφάνεια.


Όμως, όσο κι αν πάσχιζε να τον τραβήξει επάνω, ο Διαμάντης διαρκώς βυθιζόταν, λες κι ένα αόρατο χέρι τον τραβούσε με ορμή προς τον πάτο της λίμνης.

-Τα πόδια μου πιάσε! Πιάσε με από τα πόδια! Κάποιος μου τραβάει τα πόδια μου! ούρλιαξε ο Δεκανέας.

Εκείνη τη στιγμή έπεσε στο νερό κι ένας ακόμη στρατιώτης, ένας Λοχίας του 3ου Λόχου, ο οποίος, μετά από πολύ κόπο, κατόρθωσε να πιάσει από τα πόδια τον ατυχή πνιγόμενο.

Τότε, όμως, ο Διαμάντης φώναξε:

-Το κεφάλι μου! Το κεφάλι μου! Πάω κάτω!

Και δυστυχώς, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που είχαν καταβάλει ο Δεκανέας και ο Λοχίας, ο Διαμάντης γλίστρησε από τα χέρια τους και εξαφανίστηκε από τα μάτια τους δια παντός.

Για δύο ολόκληρες ημέρες, το 1ο Σύνταγμα Πεζικού ασχολούνταν αποκλειστικά με την ανεύρεση του πνιγμένου συναδέλφου τους. Όλοι οι κόποι τους, όμως, αποδείχτηκαν άκαρποι. Έτσι, ο Διοικητής, κύριος Διάμεσης, αποφάσισε να απευθυνθεί στο Υπουργείο Ναυτιλίας, ώστε να του αποστείλουν σκάφανδρο.



Πράγματι, στάλθηκαν τρεις έμπειροι δύτες του Πολεμικού Ναυτικού κι ένα σκάφανδρο, για να προχωρήσουν οι έρευνες. Οι δύτες, μετά το πέρας των μάταιων ερευνών τους, ανέφεραν στον Διοικητή του Συντάγματος ότι πρώτη φορά έβλεπαν βυθό λίμνης τόσο σκοτεινό και μυστηριώδη, ώστε ήταν παντελώς αδύνατον να διακρίνει κανείς οτιδήποτε, πόσο μάλλον ένα πτώμα! Επεσήμαναν, επίσης, ότι ο βυθός ήταν τόσο κατάφυτος, που έδινε την εντύπωση πυκνοφυτεμένου δάσους.

Λίγες μέρες αργότερα, όλως τυχαίως, ένας στρατιώτης έτυχε να δει λίγο μετά το ξημέρωμα κάτι να επιπλέει στην ανατολική όχθη της λίμνης. Ήταν το πτώμα του δυστυχούς Διαμάντη, που βρέθηκε σε οικτρότατη κατάσταση.

Το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί εντελώς, ενώ έφερε περίεργες και εξαιρετικά βαθιές αμυχές στις παρειές και στον λαιμό, οι οποίες δεν μπορούσαν να καθοριστούν από πού είχαν προκύψει. Επίσης, το στομάχι του ήταν διάτρητο σε πολλά σημεία, χωρίς όμως να είναι ορατά τα εσωτερικά όργανα.

Το κεφάλι του είχε μια οπή στο δεξιό μέρος του κρανίου, ενώ τα δάχτυλα των ποδιών του είχαν κοπεί και συγκρατούνταν από μόλις μερικές λεπτές ίνες.

Το πτώμα του άτυχου στρατιώτη μεταφέρθηκε στο Μαρούσι, όπου και ετάφη.

«Οι νεράιδες της λίμνης της Πεντέλης ήταν αυτές που βάστηξαν τον νεαρό στρατιώτη αιχμάλωτο για τέσσερις μέρες μέσα στα κατασκότεινα νερά», έλεγαν οι βοσκοί της περιοχής με περίσσεια επιμονή και σιγουριά…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 25/07/1931