Τον Ιανουάριο του 1925, ο Ευάγγελος Κοντογιαννόπουλος από την Καλαμάτα είχε αφηγηθεί μια περίεργη και τρομακτική ιστορία ενός φαντάσματος, λέγοντας τα εξής:

 

“Πέρυσι τον Ιούνιο, ήτοι το καλοκαίρι του 1924, είχα πάει να μείνω μερικές μέρες στο σπίτι του θείου μου Ι. Καλομοίρη, στο χωριό Σέλιτσα (σημερινή Άνω Βέργα), που βρίσκεται κοντά στην Καλαμάτα.

 

Τη δεύτερη νύχτα ξύπνησα μόλις έφεγγε, για να πάω να παρασταθώ, κατ’ εντολήν του θείου μου, στο θέρισμα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα στο πλάι μου, είδα να κάθεται σε μια καρέκλα και να με κοιτάει κατάματα μια ισχνή, χλωμή, μαυροντυμένη γυναίκα.

 

Τότε, με κατακυρίευσε ένας τρομερός φόβος και σκεπάστηκα ολόκληρος με τα ρούχα στο κρεβάτι. Έξαφνα, όμως, την άκουσα να μιλάει και να μου λέει:

 

-Σήκω! Η κυρούλα σου είμαι… Η βάβω σου…

 

Μα, σκιάχτηκα ακόμα περισσότερο και έμεινα κουκουλωμένος έτσι για πολλή ώρα. Όταν τελικά έκανα κουράγιο και ξεσκεπάστηκα, είδα τη μαυροντυμένη γυναίκα να γίνεται άφαντη.

 

Ντύθηκα όπως-όπως κι έτρεξα στον θείο μου. Του τα διηγήθηκα όλα με κάθε λεπτομέρεια, αλλά εκείνος στην αρχή δε με πίστεψε. Νόμισε ότι τα σκαρφίστηκα.

 

Όταν, όμως, του περιέγραψα τα χαρακτηριστικά του φαντάσματος, έμεινε κατάπληκτος. Επρόκειτο για τη γιαγιά του, η οποία είχε πεθάνει από καιρό και εγώ δεν είχα προλάβει να τη γνωρίσω”.