(Από το βιβλίο «Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο» Β΄ Τόμος) Λίγα Χρόνια μετά τη κοίμησή του, στα 1939, φέρανε στο μοναστήρι ένα δαιμονισμένο. Τον πήγαν στον τάφο του Δεσπότη. Τότες δεν υπήρχε τα εκκλησάκι πάνω από τον τάφο. Κι ο τάφος ήτανε χαμηλός. Το πεύκο μόνο ήταν κοντά. Οι παπάδες λοιπόν μνημονεύανε το δαιμονισμένο και τόνε διαβάζανε πάνω στον τάφο. Τον κρατούσαν δεμένο με αλυσίδες δύο χωροφύλακες και δύο ναύτες. Δεν μπορούσανε να τον κάνουνε καλά. Τους συντάραζε. Χάλαγε ο κόσμος. Μια στιγμή λοιπόν, ο δαιμονισμένος άρχισε να φωνάζει τόσο δυνατά, που φοβηθήκαμε όλοι: «’Αγιε Νεκτάριε, μ’ έκαψες». Φώναζε το δαιμόνιο που ταλαιπωριόταν από τον ’Αγιο. Σε λίγο, ο άνθρωπος έπεσε σα νεκρός. Αυτό ήταν. Θεραπεύτηκε! Σηκώθηκε και με δάκρυα στα μάτια προσκύνησε τον τάφο, λέγοντας και ξαναλέγοντας: «’Αγιε Νεκτάριε, μ’ έσωσες, σ’ ευχαριστώ»!