Στο νησί της Σαντορίνης μία μέρα συνάντησα μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα καθισμένη στις φτέρνες στην άκρη του γκρεμού πάνω από τον πλημμυρισμένο κρατήτρα το οποίο αν και πολύ βαθύ για αγκυροβόλιο εξυπηρετεί σαν λιμάνι την κύρια πόλη του νησιού, ένα μέρος τόσο μαγευτικό και τόσο τρομακτικό που όμοιό του δεν είχα δει. Αναρωτιώμενος λόγω της επικίνδυνης θέσης που είχα πάρει, την ρώτησα τι έκανε και απλά μου απάντησε πως ετοίμαζε βροχή. Είχε δύο χρόνια να βρέξει και καθώς είχε τη φήμη μάγισσας με ασυνήθιστες δυνάμεις η οποία είχε προκαλέσει βροχή σε προηγούμενες περιόδους ξηρασίας, την πλησίασαν αρκετοί νησιώτες που είχαν αγχωθεί για τα αμπέλια τους. Επιπλέον είχε προπληρωθεί για τη δουλειά της ένα γεγονός που δηλώνει εύγλωττα για την πίστη τους σε αυτή γιατί ο Έλληνας δεν πληρώνει εύκολα για αυτά που έχει και ποτέ δεν προπληρώνει κάτι που δεν είναι σιγουρος ότι θα αποκτήσει. Είναι αλήθεια πως η δουλειά είχε και τα ρίσκα της όπως είπε. Σε μία περίπτωση, την μοναδική στην οποία τα μαγικά της είχαν αποτύχει, κάποιοι από τους δυσαρεστημένους της πελάτες που τα χρήματά τους δεν είχαν επιστραφεί προσπάθησαν να της κάψουν το σπίτι ενώ αυτή κοιμόταν. Αλλά οι δουλειές είναι δουλειές. Μήπως ήθελα και εγώ λίγη βροχή; Για να εξασφαλίσω την καλή της πίστη και περισσότερη κουβέντα, της έδωσα ένα μικροποσό και προσπάθησαν να πιάσω κάτι από τις μουρμουριστές της επικλήσεις οι οποίες ακολούθησαν και το μόνο που μπόρεσα να ακούσω ήταν οι συχνές επικλήσεις στη Παναγία και κάποιες λέξεις σχετικά με βροχή και νερό. Μπορώ όμως να πως πως τα μαγικά της είχαν αποτέλεσμα γιατί πριν χωρίσουμε βροντές άρχισαν να ακούγονται από απόσταση και η βροχή που είχα αγοράσει χάλασε τις υπόλοιπες μέρες τις διαμονής μου στο νησί. Αφού οι επικλήσεις τελείωσαν έγινε πιο εμπιστευτική. Δεν άφησε φυσικά ένα ξένο να μάθει την τεχνική που χρησιμοποιούσε, με διαβεβαίωσε όμως με ταπεινότητα ότι δεν ήταν ουσιαστικά αυτή που προκαλούσε τη βροχή αλλά ο Θεός από πάνω και ο Θεός από κάτω. Ο τελευταίος μάλιστα είχε παρατήσει εδώ και καιρό το πότισμα της γης και προκαλούσε σεισμούς και χρωμάτιζε τη θάλασσα κόκκινη. Ο Θεός από πάνω μια βορά είχε βρέξει στάχτες μια φορά που ζήτησε βροχή, αλλά σε γενκές γραμμές της έδινε βροχή ακόμα και μέσα στο κατακαλόκαιρο. Αυτό όμως που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν ποιος Θεός προκαλούσε τις βροντές και με ρώτησε αν ξέρω. Απέφυγα την ερώτηση και η θεολογική μας συζήτηση δεν προχωρησε παρά πέρα καθώς ο Θεός της βροντής έκανε τη φωνή του να ακουστεί πιο απειλητική.