Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Παναγία των Χριστιανών συμβολίζει τη φιλόστοργη Μητέρα δια μέσου των αιώνων, τη μητρική οδύνη για τις συμφορές των τέκνων, τον πόνο, το δάκρυ της μάνας για τον πρόωρο και άδικο χαμό του παιδιού της.

Η Παναγία αποτελεί τη θεοποίηση της μητέρας. Είναι το ιερότερο, το σεπτότερο, το αγνότερο σύμβολο της στοργής και της αγάπης μέσα σ’ ολόκληρη την Ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι το κατ’ εξοχήν γνώρισμα που διακρίνει το ανθρώπινο αίσθημα ως ανώτερο από τα ένστικτα των ζώων. Διότι και οι μητέρες των ζώων αγαπούν τα μικρά τους και θυσιάζονται γι’ αυτά, αλλά μέχρι να τα μεγαλώσουν. Κατόπιν, τα εγκαταλείπουν στην τύχη τους. Αντιθέτως, όμως, η αγάπη της μάνας συντροφεύει το παιδί της μέχρι να σφαλίσει ο θάνατος τα μάτια της.

Η λατρεία της Παναγίας ως Θεομήτορος εμφυτεύθηκε στις καρδιές των Χριστιανών, όχι μόνο ως μάνα που δοκιμάστηκε σκληρά από τον άδικο χαμό του Υιού της, όχι μόνο ως γλυκιά παρηγοριά στους πάσχοντες και νοσούντες, αλλά και γιατί στο πρόσωπο της Παναγίας διασώθηκε η προϊστορική παράδοση της Μητέρας των θεών.

Την προϊστορική παράδοση της Μητέρας των θεών, άλλωστε, είχαν θαυμάσια διατυπώσει και διαμορφώσει στο παρθενικό πρόσωπο της Πανυπερεύσπλαχνης οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Οι μεγάλοι εκείνοι θεολόγοι ήταν βαθείς και ουσιαστικοί γνώστες, κατόπιν μακρών και επισταμένων μελετών όλων των θρησκευτικών παραδόσεων και μύθων της ειδωλολατρίας και όλων των αρχαίων μυστηρίων, τα οποία είχαν διασωθεί σε διάφορα συγγράμματα.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι η ανθρωπότητα δεν αρκέστηκε ποτέ στη λατρεία μόνο των αρρένων θεών, αλλά επιζήτησε να παρεμβάλλει σε όλες τις θρησκείες και τη γυναικεία θεότητα είτε ως μητέρα θεού είτε ως ιδίαν ανεξάρτητη θεότητα. Η Ίσις των Αιγυπτίων, η Ιστάρ των Βαβυλωνίων, η Σαμς όλων των αρχαίων λαών πέραν της Ουρ, η Κυβέλη ή Ρέα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, η Αθηνά και άλλες, οι οποίες λατρεύτηκαν μάλιστα με βαθύτερο και διαρκέστερο αίσθημα από τους άρρενες θεούς.

Ίσως αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η στοργή της μητέρας, η φυσική εκδήλωση του μητρικού φίλτρου, δημιούργησε στην ανθρωπότητα την ανάγκη της θεοποίησης και των γυναικών και μάλιστα εκείνων που γέννησαν θεούς. Ίσως, τελικά, η ίδια η δημιουργία του Σύμπαντος να θεωρούνταν αδιανόητη χωρίς τη γυναίκα. Φυσικά, η γονιμοποιός δύναμη δε νοείται παραγωγός δύναμη, χωρίς τη συμμετοχή της μητρικής ενέργειας.

Στην αρχαιότητα, πριν από τον Δία, λατρευόταν ο θεός Κρόνος ως ο μέγιστος θεός και σύζυγός του ήταν η Ρέα ή Κυβέλη. Στις ανασκαφές της Τροίας και συγκεκριμένα στα κατώτερα στρώματα των ερειπίων της, ο Ερρίκος Σλήμαν ανακάλυψε ένα μολύβδινο ειδώλιο, το οποίο παρίστανε μια γυναίκα που κρατούσε ένα βρέφος στα γόνατά της. Η γυναίκα αυτή ήταν η Ρέα και το παιδί της ήταν ο Ζευς, ο οποίος θεοποιήθηκε μετά τη λατρεία της από τους Έλληνες.

Το παράδοξο ήταν πως δεν υπήρξε θρησκεία του Κρόνου. Αλλά, η σύζυγός του η Ρέα ή Κυβέλη και μητέρα του Δία, λατρευόταν κατά τους προϊστορικούς χρόνους ως θεοτόκος, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και σε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως συμπεραίνουμε από τα ειδώλιά της, τα οποία βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και τα οποία ήταν εντελώς πρωτόγονης τέχνης.

Ένα από αυτά τα αγαλματίδια βρέθηκε στην Τεγέα και εικόνιζε την Κυβέλη καθισμένη σε θρόνο να βαστά στην αριστερή αγκάλη της ένα βρέφος, απαράλλακτα όπως εικονιζόταν η Παναγία να κρατά στοργικά το Θείο Βρέφος. Θα μπορούσε κανείς να εξάγει το συμπέρασμα ότι οι Χριστιανοί αγιογράφοι αντέγραψαν και τελειοποίησαν επί το καλλιτεχνικότερο τις προϊστορικές αυτές παραστάσεις της Μητέρας του Δία.

Άλλα πάλι ειδώλια της πρωτόγονης τέχνης παριστάνουν τη μητέρα των θεών χωρίς το βρέφος στην αγκαλιά της, αλλά με το δεξί χέρι πάνω στο στήθος, όπως η Παναγία ή και με τα δυο της χέρια διπλωμένα στο στήθος. Το τελειότερο από αυτά τα αγαλματίδια είναι αυτό που φυλάσσεται στο Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης και του οποίου, δυστυχώς, αγνοείται ο τόπος προέλευσης, αλλά είναι καθαρώς αιγυπτιακής τεχνοτροπίας.

Ένα άλλο πήλινο ειδώλιο γυναίκας ανακαλύφθηκε στην Κνωσσό και παρίστανε την ίδια θεότητα να έχει τη δεξιά χείρα της τεταμένη προς τα άνω, με ανοιχτά τα δάχτυλα και την αριστερή χείρα της επίσης προς τα άνω, με ανασηκωμένα τα δάχτυλα, ενώ στο κεφάλι της έφερε στέμμα σε σχήμα Σταυρού. Ο Σταυρός, ως γνωστόν, ήταν, κατά την προϊστορική περίοδο, σύμβολο ζωής και θανάτου. Με τον ίδιο τρόπο και ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε το σύμβολο αυτό με ιερή ευλάβεια και θαυματουργές ιδιότητες μετά τη Σταύρωση του Θεανθρώπου.

Η Παναγία, λοιπόν, ως Θεομήτωρ, ως εκπρόσωπος της πανανθρώπινης μητρικής στοργής, ως παρηγοριά και καταφύγιο των τεθλιμμένων, συγκεντρώνει τη λατρεία και την αγάπη των Χριστιανών, όπως συγκέντρωνε, από παλαιοτάτων χρόνων, τη λατρεία των ειδωλολατρών η Ρέα ή Κυβέλη, η μητέρα του Δία.

Οι θρησκευτικές παραδόσεις για την Κυβέλη, οι οποίες προφανώς είχαν διατηρηθεί και κατά τα πρώτα χριστιανικά έτη, συντέλεσαν στο να επικρατήσει η λατρεία της Παναγίας πιο άμεσα και πιο βαθιά στις καρδιές των πιστών. Όταν, δε, αργότερα, περιεβλήθη η Θεοτόκος και με τα ευεργετικά της θαύματα σε πάσχοντες και ασθενείς, η λατρεία της κατέστη ανυπέρβλητη και θα εξακολουθήσει να υπάρχει, όσο υπάρχει η χριστιανική θρησκεία.

Άλλωστε, η μητρική στοργή, η μητρική αγάπη και η μητρική ανιδιοτέλεια δε θα πάψει ποτέ να συγκινεί την ανθρωπότητα και δε θα πάψει ποτέ να θεοποιείται.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 17/08/1934…