Καιρός του Μεγάλου Κακού» αποκαλείται η ισχυρότατη ηφαιστειακή έκρηξη του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Κολούμπο, το οποίο βρίσκεται ανατολικά της Θήρας και η οποία σημειώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1650.

Μετά το πέρας της φονικής αυτής έκρηξης, που άφησε πίσω της πολλούς νεκρούς ανθρώπους, πολλά περισσότερα νεκρά ζώα και τεράστιες απώλειες σε καλλιέργειες, χτίστηκε ο ναός «Παναγία του Καλού», ως μια ένδειξη ικανοποίησης των Σαντοριναίων για το τέλος της φρικτής αυτής κατάστασης.

Ένα χειρόγραφο της εποχής εκείνης, που βρέθηκε γύρω στο 1900 σε Κώδικα του Αγίου Όρους, περιέγραφε γλαφυρά την τραγωδία των νησιωτών, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν, ενώ οι επιζώντες αγωνιούσαν με την καθημερινή αντιμετώπιση των πιο εκπληκτικών φαινομένων.

Ο χρονικογράφος έγραφε τα εξής:

«Την 14η Σεπτεμβρίου του 1650 άρχισαν να εκδηλώνονται σεισμοί μεγάλοι και φοβεροί κάθε μέρα και κάθε νύχτα έως την 26η του μηνός. Και τότε, ένας σεισμός συνέβη, ένας απίστευτα τρομακτικός σεισμός και σείστηκαν τα θεμέλια της γης και με τον σεισμό εκείνο αναδύθηκε μια μεγάλη δυσωδία από τα σωθικά της, ωσάν από κακό βοτάνι και θειάφι μαζί.

Όλος ο κόσμος του νησιού, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες και παιδιά, ξεχύθηκαν στον κάμπο έξω από την περιτειχισμένη πόλη. Κάποιοι σήκωναν θαυματουργές εικόνες και θυμιατήρια. Οι γυναίκες έκλαιγαν και όλοι μονολογούσαν πως είχε φτάσει η Συντέλεια του Κόσμου και έριχναν δάκρυα πικρά.

Είκοσι νέοι ψάρευαν σε μιαν ακτή, συνάζοντας τα σκοτωμένα από τη θεομηνία ψάρια και είχαν ήδη σωριάσει όγκους ολάκερους. Έξαφνα, τους περιτύλιξε μιαν απόπνοια τόσο δυσώδης, τόσο αποπνικτική, ώστε ξεψύχησαν από τη δυσοσμία της θάλασσας.

Το πέλαγος διαρκώς φούντωνε, φούσκωνε και θέριευε. Τη νύχτα, είχε ανέβει η θάλασσα τόσο πολύ, ώστε προχώρησε έως και δύο μίλια πέρα από την παραλία. Και τα πήρε όλα, τα ερημωμένα τείχη και τα παρεκκλήσια που βρίσκονταν σκόρπια στα χωράφια, ώσπου δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ωσαύτως κατάπιε και τρία καμίνια φορτωμένα και όσα καράβια πρόφτασε και χωράφια και αμπέλια εξαφάνισε.

Το απόγευμα της άλλης μέρας έγιναν τρεις νέοι σεισμοί, ακόμα πιο συγκλονιστικοί από όσους είχαν προηγηθεί. Το νησί ήθελε να αναποδογυρίσει. Όλος ο κόσμος είδε έναν πελώριο βράχο, που τον κονιορτοποίησε ένα αστροπελέκι που κατέβηκε από τον ανταριασμένο ουρανό. Αλλά κανένας άνθρωπος δεν έπαθε κακό.

Την επομένη, ημέρα Δευτέρα, όταν πήρε να ξημερώνει, οι νησιώτες περιφέρονταν σαν τυφλοί. Μια πυκνή καταχνιά, αδιαπέραστη, κάλυψε απ’ άκρη σ’ άκρη το όμορφο αιγαιοπελαγίτικο νησί και το σκοτείνιασε. Μα, η περίεργη ομίχλη προσέβαλε τα μάτια των ανθρώπων και τους τύφλωνε για μέρες πολλές, ενώ πουλιά και ζώα κείτονταν νεκρά κι είχε γεμίσει ο κάμπος λέσια.

Ακόμη και τα ασημένια σκεύη των νοικοκυραίων άλλαξαν εμφάνιση. Έπαιρναν χρώμα κόκκινο. Οι άνθρωποι τα έτριβαν και τα γυάλιζαν, μα σε λίγο, κόκκινα ξαναγίνονταν! Αλλά και τα χρυσάφια άλλαζαν όψη κι έμοιαζαν με ασήμι θαμπό. Και το νερό του Θεού πίκρισε και πάνω-πάνω φαινόταν πηχτό σαν λάδι.

Οκτώ ημέρες πέρασαν και νέες αναθυμιάσεις αναδύθηκαν. Ένα νέο σύννεφο, σκέτο φαρμάκι, σηκώθηκε απότομα και πλάκωσε ένα μέρος του νησιού. Και βρέθηκαν εκεί σαράντα γεωργοί και πέθαναν όλοι, μαζί και τα ζωντανά τους.

Την ώρα εκείνη, δυο καράβια πλησίαζαν τη Σαντορίνη, φορτωμένα με σιτάρι. Το ένα πρόλαβε να αλλάξει ρότα κι απέφυγε τον κίνδυνο. Το άλλο, όμως, ήταν πλέον πολύ σιμά, τρία μόλις μίλια απ’ την ακτή και τα εννέα παλικάρια που είχε πλήρωμα, ξεψύχησαν ευθύς και το σκαρί τους εξώκειλε στα βράχια.

Ύστερα, αχνοφάνηκε κάτι που έμοιαζε σαν μια φλέβα μεγάλη μέσα στο πέλαγος, αλάργα απ’ το νησί έως και δέκα μίλια. Και ξεπρόβαλε καταμεσής της θάλασσας κάτι σαν κάστρο μικρό, που πότε ορθωνόταν ψηλά και πότε σωριαζόταν μες στο βάθος, πότε έξι φορές την ημέρα και πότε εφτά, έως τις 29 του μηνός εκείνου.

Μια Κυριακή πρωί, υψώθηκε ένα νέφος φοβερό, ωσάν τρανό βουνό. Κι όσο σκαρφάλωνε στον ουρανό, τόσο ούρλιαζε και βρυχιόταν. Όταν πια είχε φτάσει σε μέγα ύψος, έγιναν σεισμοί τρομακτικοί και αδιανόητοι, ενώ βροντές με φωτιές θεόρατες έσκαγαν από το στερέωμα.

Μια βρόμα αφύσικη θρονιάστηκε καταπάνω τους. Όσο φυσούσε νοτιάς, δεν τους έβλαπτε πολύ. Μα, όταν γυρνούσε σε βοριά, οι άνθρωποι πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον.

Και πέρασαν έτσι σαράντα δυστυχισμένες μέρες. Κι άναβε εκείνη η αλλόκοτη φωτιά έως και του Αγίου Νικολάου. Το βράδυ εκείνης της ημέρας φανερώθηκαν τρεις σίφουνες από εκεί που είχε γεννηθεί το κακό, που, όμως, άλλαξαν πορεία και δε χτύπησαν το νησί.

Κι από τότε, με τη βοήθεια του Θεού, ο τόπος ξανάγινε όπως πρώτα, ήσυχος κι εύμορφος. Κι ο βράχος που είχε αναδυθεί από το πέλαγος, καταποντίστηκε στο βάθος των νερών και δεν τον ξαναείδαμε…»

Έτσι είχε καταγράψει ο απλοϊκός Θηραίος το μαρτύριο των νησιωτών κατά τη διάρκεια των εκρήξεων του ηφαιστείου Κολούμπο, το αλαργινό 1650.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 22/10/1934…