Τον Φεβρουάριο του 1932, περίεργα και τρομερά πράγματα συνέβαιναν στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Επρόκειτο για γεγονότα συνταρακτικά! Το Ναυτικό ολόκληρο είχε αναστατωθεί και ο τόπος είχε γεμίσει από ξενυχτισμένους ναύτες και νευρικούς Αστυνομικούς που είχαν καταφτάσει από την Αθήνα και που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ξετυλίξουν τον μίτο του μυστηρίου.

 

Μια μυστηριώδης υπερφυσική δύναμη καραδοκούσε, που έκανε τα πληρώματα των εκεί ορμούντων πολεμικών πλοίων να αγρυπνούν, να παρακολουθούν και να φοβούνται και που παρ’ ολίγον να στοίχιζε τη ζωή ενός ναύτη, του Εμμανουήλ Μαξούρη.

 

Ο ναύτης αυτός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα και διέμενε στον συνοικισμό της Νέας Ελβετίας, είχε απολέσει τη φωνή του και τη μνήμη του για τέσσερα ολόκληρα ημερονύκτια. Οι ιατροί, που τον φρόντιζαν στο Α’ Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, πάσχιζαν από την πρώτη στιγμή να δώσουν λύση στο αίνιγμά του.

 

Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», Βενιζέλος Ζερβέας, όταν ξεκινούσε να διερευνήσει την παράδοξη αυτή υπόθεση, που του γνωστοποιήθηκε από κάποιον Αστυνομικό, δε φανταζόταν ποτέ ότι θα ήταν πραγματικότητα τα όσα άκουσε από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Θεώρησε ότι θα επρόκειτο για κάποια παιδιάστικη φάρσα των νεαρών ναυτών, αλλά διαψεύστηκε περίτρανα.

 

Οι συνομιλίες του δημοσιογράφου με αξιοσέβαστα πρόσωπα του Ναυστάθμου, αλλά και οι ανακοινώσεις που του έκαναν οι θεράποντες ιατροί του δυστυχούς ναύτη, ταρακούνησαν τόσο πολύ τον Βενιζέλο Ζερβέα, που άρχισε να πιστεύει-όσο κι αν δεν το παραδεχόταν ανοιχτά-ότι υπήρχαν πράγματι φαντάσματα στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας!

 

Αλλά ιδού πώς είχε η παράξενη αυτή ιστορία:

 

Από τη στιγμή που αγοράστηκαν από την Αμερική τα παροπλισμένα-ήδη από τη δεκαετία του 1930-θωρηκτά μας «Λήμνος» και «Κιλκίς», υπήρχε ένας θρύλος ότι μέσα στο «Λήμνος» εμφανιζόταν κατά περιόδους το φάντασμα ενός Αμερικανού ναύτη με ολόλευκη στολή, το οποίο είχε κατατρομάξει πολλούς από τα εκάστοτε πληρώματα του σκάφους.

 

Η ιδέα αυτή περί φαντάσματος ισχυροποιήθηκε έτι περισσότερο από την ώρα που το πολεμικό πλοίο αχρηστεύθηκε και μεταφέρθηκε, παροπλισμένο πια, στον Ναύσταθμο. Μέσα σε αυτό, όμως, έμενε διαρκώς ένας και μόνο σκοπός ναύτης, εναλλασσόμενος, ο οποίος καθόταν ή στεκόταν πάντοτε ακίνητος στην πρύμνη του σκάφους, κυρίως από ανυπέρβλητο φόβο για το φάντασμα που παρουσιαζόταν στην πλώρη του.

 

Συχνά, μετά τα μεσάνυχτα, ακούγονταν στην πλώρη του θωρηκτού «Λήμνος» ισχυρότατοι κρότοι, οι οποίοι έμοιαζαν σαν να προέρχονταν από χτυπήματα βαριοπούλας πάνω στα μεταλλικά μέρη του καραβιού, τινάζοντας τα νεύρα των σκοπών, που το έβαζαν στα πόδια, με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους από τον τρόμο.

 

Οι απόκοσμοι αυτοί κρότοι είχαν κάνει πολλούς σκοπούς να αρνηθούν να εκτελέσουν εκ νέου την υπηρεσία τους. Το όλο πράγμα έλαβε τεράστιες διαστάσεις και αποτελούσε το μοναδικό θέμα συζήτησης ανάμεσα στους ναύτες του Ναυστάθμου. Κυρίως, όμως, απασχολούσε τα πληρώματα των αντιτορπιλικών «Ιέραξ ΙΙ» και «Αετός Ι», τα οποία ήταν πλευρισμένα πλάι στο «Λήμνος».

 

Όσοι δυσπιστούσαν για την προέλευση των μυστηριωδών μεταλλικών ήχων, τους οποίους άκουγαν περιοδικά κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες-και αυτοί ήταν βασικώς οι Αξιωματικοί των διαφόρων πλοίων-είχαν εκφράσει την άποψη ότι οι παράξενοι θόρυβοι παράγονταν από τη βαριά αλυσίδα της άγκυρας του θωρηκτού «Λήμνος», όταν εκείνο ταλαντευόταν από τα κύματα.

 

Έτσι, καταρτίστηκε μια ειδική επιτροπή από Αξιωματικούς και ναύτες, η οποία, μια νύχτα, ανέβηκε πάνω στο «Λήμνος», μελέτησε προσεχτικά τον χώρο και αποφάνθηκε ότι οι κρότοι δεν προέρχονταν από την αλυσίδα της άγκυρας, αλλά από το βάθος της πλώρης του σκάφους. Τα μέλη της ιδιότυπης αυτής επιτροπής άκουσαν ξεκάθαρα τους μυστηριώδεις κρότους, αλλά κανένας τους δεν είχε το θάρρος και την τόλμη να κατέλθει στο κύτος του θωρηκτού, ώστε να ερευνήσει περαιτέρω.

 

Εν τούτοις, την Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, όλο το πλήρωμα, ναύτες και Αξιωματικοί, του αντιτορπιλικού «Ιέραξ ΙΙ», το οποίο ήταν αγκυροβολημένο πλησίον του στοιχειωμένου θωρηκτού, είχαν αποφασίσει να ξενυχτίσουν όλοι μαζί, προκειμένου να ακούσουν τους απόκοσμους θορύβους.

 

Γύρω στις 10 το βράδυ, λοιπόν, μια ομάδα από 15 ναύτες μιλούσε χαμηλόφωνα για τα περίεργα φαινόμενα που είχαν αναστατώσει ολόκληρο τον Ναύσταθμο, όταν, ξάφνου, ένας από αυτούς, ο Εμμανουήλ Μαξούρης, πετάχτηκε όρθιος και απευθύνθηκε με φανερή αγανάκτηση στους υπόλοιπους:

 

-Καλά, δεν ντρέπεστε να πιστεύετε στα φαντάσματα; Η φαντασία σας τα δημιουργεί όλα αυτά!

 

-Δεν έχεις ακούσει εσύ τους κρότους, γι’ αυτό μιλάς έτσι! του αντιγύρισαν οι άλλοι.

 

-Όχι. Επειδή στην πραγματικότητα δεν ακούγεται τίποτα, γι’ αυτό μιλάω έτσι! φώναξε ο Μαξούρης.

 

-Αν αμφιβάλλεις, κάτσε μαζί μας να τους ακούσεις κι εσύ! του αντέταξαν πάλι οι υπόλοιποι ναύτες.

 

Εν τέλει, πείστηκε από τα λεγόμενά τους κι αποφάσισε να ξαγρυπνήσει μαζί τους, σίγουρος ότι θα τους έπειθε για το αντίθετο. Όταν το ρολόι του αντιτορπιλικού «Ιέραξ ΙΙ» άρχισε να χτυπά τη 12η νυχτερινή, όλοι τους έτρεξαν να ανοίξουν τα φινιστρίνια που έβλεπαν προς το μέρος του θωρηκτού «Λήμνος» και βαστούσαν τις ανασαιμιές τους, για να αφουγκραστούν καλύτερα. Μετρούσαν τους χτύπους του ρολογιού… 1, 2, 3… Και περίμεναν…

 

Ο Μαξούρης είχε βγάλει το κεφάλι του έξω στην κρυστάλλινη θαλασσινή αύρα και είχε περισσότερο από τους άλλους εντεταμένη την προσοχή του. Όταν αντήχησε και ο δωδέκατος χτύπος του ρολογιού, μια αλλόκοτη ανατριχίλα διαπέρασε τα κορμιά τους. Επικρατούσε πια νεκρική σιγή.

 

Σε λίγο, όμως, οι ναύτες άρχισαν να ακούν τους παράξενους κρότους, στην αρχή σιγανά και ύστερα δυνάμωναν, και να σφίγγουν τις γροθιές τους απ’ τον φόβο. Όλοι τους, εκτός από τον Εμμανουήλ Μαξούρη, που σηκώθηκε επάνω, έτοιμος να διαμαρτυρηθεί και να ειρωνευτεί τους συναδέλφους του.

 

Δεν πρόφτασε όμως… Διότι, αμέσως, από το αντικρινό φινιστρίνι του «Λήμνος», από την πλευρά της πλώρης του, είδε να ξεπροβάλλει ένα οστεώδες χέρι και κατόπιν, μια φρικώδης νεκροκεφαλή, στη βάση της οποίας διέκρινε πεντακάθαρα έως και τα άνω οστά της σπονδυλικής στήλης.

 

Στη θέα του φαντάσματος, ο Μαξούρης τρέκλισε και υποχώρησε προς τα πίσω, μακριά από το φινιστρίνι που κρεμόταν ο μισός απ’ έξω. Συγχρόνως, επιχείρησε να φωνάξει τον στενότατο φίλο και συνάδελφό του, τον Λιόνη, ο οποίος στεκόταν κοντά του, για να δείξει και σ’ αυτόν το αποτρόπαιο θέαμα.

 

Το χέρι του έμεινε μετέωρο στον αέρα και πρόφτασε μονάχα να ψελλίσει την πρώτη συλλαβή απ’ το όνομα του φίλου του, η οποία ήταν και η τελευταία συλλαβή που αναδύθηκε απ’ τα χείλη του για κάμποσες ημέρες, καθώς υπέστη ένα είδος καταληψίας και σωριάστηκε αναίσθητος.

 

Οι υπόλοιποι ναύτες δοκίμασαν να τον ανασηκώσουν και να συνεννοηθούν μαζί του, αλλά κατέστη αδύνατον! Ο Μαξούρης ούτε κουνιόταν, ούτε μιλούσε. Μόνο είχε τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά, καθηλωμένα στο απλανές. Τον μετέφεραν ευθύς στο ιατρείο του θωρηκτού «Αβέρωφ», όπου οι ιατροί, αφού τον εξέτασαν προσεχτικά και είδαν ότι δεν αντιδρούσε στα ερεθίσματα, διέταξαν να μεταφερθεί άμεσα στο Α’ Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

 

Αν και ο ναύτης βρισκόταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, αντιλήφθηκε παραδόξως τη διαδικασία της μεταφοράς του και μέσω νευμάτων, έδωσε στους ιατρούς να καταλάβουν ότι δεν ήθελε να φύγει από εκεί. Αποκωδικοποιώντας τα νοήματά του, τον πήγαν πάνω στο «Ιέραξ ΙΙ» και αφού προχώρησε σαν υπνοβάτης προς την αποθήκη του πλοίου, μιας και ήταν αποθηκάριος, την κλείδωσε, παρέδωσε τα κλειδιά του και αφέθηκε τότε ήσυχος στη φροντίδα των συνοδών του, οι οποίοι, κατάπληκτοι, τον μετέφεραν τελικά στο νοσοκομείο.

 

Ο Μαξούρης εισήχθη στο νευρολογικό τμήμα και από την πρώτη στιγμή ήταν στο πλάι του οι διευθύνοντες της κλινικής, οι ιατροί Κουρέτας και Κοκκίνης. Αμφότεροι διαπίστωσαν και συμφώνησαν ότι ο ασθενής είχε δοκιμάσει κάποια ισχυρή συγκίνηση, κάποιο δυνατό σοκ, που τον έκανε να λησμονήσει τη χρήση της φωνής του και του προκάλεσε προσωρινή αμνησία. Προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά στάθηκε ανέφικτο, καθώς ο ναύτης είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο ταβάνι και δε σάλευε ούτε τα μέλη του, αλλά ούτε και τα χείλη του.

 

Πέρασαν έτσι τρεις ημέρες, όταν ο Αλ. Κοτσάνης, ένας στρατιώτης του 11ου Συντάγματος Πεζικού, που νοσηλευόταν κι αυτός και βρισκόταν στη διπλανή κλίνη, προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του γραπτώς και του έγραψε στο χαρτί:

 

-Από πού ήρθες; Τι έχεις πάθει;

 

Ο Μαξούρης πήρε το ίδιο χαρτί και το μολύβι του Κοτσάνη και έγραψε με μεγάλη δυσκολία:

 

-Από τον Ναύσταθμο. Είδα ένα φάντασμα…

 

Για να σχηματίσει τις λιγοστές αυτές λέξεις, πέρασε περίπου μισή ώρα. Φαινόταν ότι βίωνε υπέρτατη αγωνία, καθώς χοντροί κόμποι ιδρώτα λάξευαν το μέτωπό του.

 

Λίγες μέρες αργότερα, ο δυστυχής ναύτης ήταν πλέον σε θέση να αρθρώνει αρχικά σκόρπιες συλλαβές και στη συνέχεια, μεμονωμένες λέξεις, που με πολύ κόπο άρχιζαν να σχηματίζουν φράσεις.

 

Οι συνάδελφοί του, που τον επισκέπτονταν συχνά στο νοσοκομείο, ανέφεραν στους θεράποντες ιατρούς του ότι μετά το φοβερό πάθημα του Μαξούρη, μια καινούρια επιτροπή, αποτελούμενη από έναν Υποπλοίαρχο, έναν Σημαιοφόρο και τέσσερις ναύτες, ανέβηκε ξανά πάνω στο στοιχειωμένο θωρηκτό, όπως το αποκαλούσαν ψιθυριστά οι ναύτες, και διαπίστωσε ότι εξακολουθούσαν να ακούγονται αμείωτοι οι μυστηριώδεις μεταλλικοί κρότοι από το βάθος του κύτους του «Λήμνος».

 

Το στοιχειωμένο θωρηκτό «Λήμνος» είχε ρίξει βαριά τη σκιά του πάνω στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ναύτες και Αξιωματικοί βρίσκονταν στο έλεος του τρόμου και του πανικού, ενώ είχαν απομείνει ελάχιστοι εκείνοι που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του αποστεωμένου φαντάσματος, που κροτάλιζε τις νύχτες τα γερά, μεταλλικά του βήματα…

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 23/02/1932…