Αν και αργούσε ακόμα η εποχή που θα έκαναν την εμφάνισή τους τα Σουητάκια , εμείς εξοπλισμένοι με τις σφεντόνες μας κατηφορίζαμε για τον Καράμουσσα .Η καμπούρα αμυγδαλιά ήταν κατά κάποιο τρόπο το όριο μέχρι που μπορούσαν να μας ελέγχουν οι μανάδες μας. Έτσι λοιπόν , αφού περάσαμε τα <σύνορα>, φτάσαμε το στενό κατηφόρι με τις σπαθάτες ίριδες . Χοροπηδώντας από χαρά , απαλλαγμένοι από τη μητρική καταπίεση συνεχίσαμε με σκυμμένα τα κεφάλια για να μη χτυπήσουμε στο σπασμένο κλαδί της γέρικης ελιάς που’ ριξε ο αγέρας το χειμώνα. Μόλις το βλέμμα σηκώθηκε αντικρίσαμε απέναντί μας το μυστηριώδη πύργο του <<Παπά>>. Ένα ερείπιο , που η φύση προσπαθώντας να το κρύψει μέσα της - λες και έπρεπε και κρατήσει κάποιο παλιό μυστικό του - , το είχε περιζώσει ολόγυρα με άγριες τσικουδιές, αφήνοντας μόνο να φαίνεται η πέτρινη σκάλα και το τσαρδάκι για να δείχνουν το μεγαλείο των παλιών καιρών. Η είσοδος του πάνω ορόφου με το μισοστρόγγυλο υπέρθυρο, σε έμπαζε στο πουθενά. Στάθηκα για λίγο μπροστά στην εμπασιά αμίλητος . Το κάνω πάντα αυτό όταν περνώ από εκεί λες και μέσα μου θέλω να υποβάλω τα σεβάσματά μου στους αρχόντους που έζησαν κάποτε εκεί. Είναι και ένα δέος που νιώθει κάποιος όταν μπαίνει σε ξένη ιδιοκτησία και περιμένει να διαπιστώσει αν είναι καλοδεχούμενος. Οι άλλοι πέρασαν γρήγορα στον αυλόγυρο και πήραν θέσεις γύρω από το πηγάδι κάτω από τις μεγάλες γέρικες τσικουδιές τεντώνοντας τα λάστιχα. Μερικά σπουργίτια, φοβισμένα από την επέλαση των βαρβάρων πουλοφάγων , πέταξαν τιτιβίζοντας μέσα από τα σκαλότρυπα του πύργου. Αφού είδαμε πως δεν υπάρχει τίποτα πετούμενο εκεί , περάσαμε εφ ενός ζυγού το στρατάκι στα βορινά του πύργου και βγήκαμε στο χωράφι του μπάρμπα Νικόλα. Τα χρυσοκίτρινα στάχυα δεματιασμένα στην μέση του χωραφιού περίμεναν το αλώνισμα. Πιο κάτω ο μπάρμπα Νικόλας πατούσε το χώμα και έστρωνε το γάιδαρο για την αυριανή δουλειά .Πλησιάσαμε και τον χαιρετίσαμε. -Γεια σου θείε ! Εκείνος ανταπόδωσε το χαιρετισμό με ένα βροντερό χαμόγελο. Χε χε χε !. Πάντα έτσι ήταν ο μπάρμπας. Πάντα γελούσε. Άνοιγε το στόμα του με τα λιγοστά δόντια που του είχαν απομείνει και έκλεινε τα καταγάλανα μάτια του, αφήνοντας να φανεί η παιδική καρδιά του. -Που πάτε βρε ; Δεν έχει ακόμα σουητάκια. Κάτσετε εδώ να, να μου κάμετε παρέα. Δεν ήταν άσχημη ιδέα. Καθίσαμε όλοι κάτω από την παχιά σκιά μιας τσικουδιάς και αρχίσαμε την συζήτηση. Η κουβέντα στράφηκε γύρω από την ιστορία του πύργου. Ο μπάρμπα Νικόλας, γνωστός για τις ιστορίες του, άρχισε να μας μεταφέρει σε άλλες εποχές. -Για δείτε , τον παλιό καιρό , ο κόσμος πεινούσε κι έκλεβε από ανάγκη. Έτσι όποιος είχε δεμάτια στο αλώνι , τα φύλαγέ το βράδυ για να μη του τα κλέψουν. ‘Ένα βραδάκι σαν και σήμερα πήρα ένα φανάρι και ήρτα να φυλάξω τα δεμάτια . Έστρωσα εδώ να και περίμενα να σκοτεινιάσει. Πότε λαγοκοιμόμουνα και πότε σηκωνόμουνα να ρίξω μια ματιά για τα δεμάτια. Για μια στιγμή είδα κάτι πολύ παράξενο .Κάτι που έκαμε την τρίχα μου να σηκωθεί όρθια. Ένα φως μέσα από τα χαλάσματα του πύργου τρεμόπαιζε. Πότε χανότανε και πότε άναβε δυνατά. Να οι κλέφτες , σκέφτηκα. Πήρα στα χέρια μου το στελιάρι για να’ μαι έτοιμος .Δεν ήξερα πόσοι ήτανε κι έτσι δεν έκαμα τον παλικαρά. Άνοιξα τα μάτια μου και τα’ αφτιά μου και περίμενα. Όμως καμιά κίνηση. Πήγα πιο κοντά και τότε είδα τη σκοτεινή φιγούρα ενός παπά μέσα στα χαλάσματα. Πάγωσα και στάθηκα άφωνος , δεν ξέρω πόση ώρα. Κάποια στιγμή, σκιά άρχισε να κινείται . Πέρασε μέσα από τις αγριοτσικουδιές χωρίς να τις κουνήσει έτσι σαν να μην είχε σώμα. Κατέβηκε αργά αργά στο στρατάκι . Ύστερα ανέβηκε από τις σκάλες και την έχασα. Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου μέχρι το πρωί. Φοβήθηκα! Τα ’λεγε αυτά ο μπάρμπας και τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου δένδρου. Τα κάτασπρα φρύδια του πότε ανέβαιναν και πότε κατέβαιναν ρυθμικά , δίνοντας ένταση κάθε φορά στις κοφτές φράσεις του, που λόγω της γεροντικής δύσπνοιας του μας έβαζε περισσότερο στην μυστηριώδη αγωνία εκείνης της νύχτας. -Μήπως τον είδες στον ύπνο σου θείε; Πετάχτηκε και ρώτησε κάποιος από την παρέα. -Όχι! απάντησε ο μπάρμπα Νικόλας θιγμένος που τον είπαμε ονειροπαρμένο. -Ο πύργος έχει μέσα φλουριά και μαλάματα στοιχειωμένα. Τα ‘παιρνε μαζί του ο κόσμος όταν προσπαθούσε να κρυφτεί από του κουρσάρους. Οι αφεντάδες που είχαν τον πύργο ήταν καλοί άνθρωποι κι έκρυβαν όλο το χωριό μέσα στον πύργο μέχρι που να φύγουν οι πειρατές. Όμως μια φορά σκύλιασαν κι έβαλαν φωτιά στο αρχοντικό για να αναγκάσουν όλους όσους ήταν μέσα να βγουν. Ήθελαν τα χρυσά και τις γυναίκες . Ένας παπάς που ήταν μέσα δεν τους άφησε να βγουν για να μη τους μαγαρίσουν οι Σαρακηνοί. Κάηκαν πολλές ψυχές άδικα . Άντρες , γυναίκες , παιδάκια κι ο παπάς. Αυτός είναι που βγαίνει κάθε βράδυ εδώ και προσπαθεί ακόμα να προστατέψει τον κόσμο από την άδικη κατάρα , τριγυρνώντας μέσα στα χαλάσματα.