Μια σκοτεινή νύχτα, ένα μικρό κορίτσι επιστρέφοντας από τους αγρούς, επέλεξε να κοιμηθεί μέσα σε μια σπηλιά, καθώς το σπίτι της ήταν μακριά. Η σπηλιά αυτή λέγεται «Σπηλιά του Μώρου». Σύμφωνα με την παράδοση, Μώρος (ή αράπης) είναι ένα είδος δαιμόνων με μορφή αγριάνθρωπου. Μαύροι, γίγαντες κι αθάνατοι, έτρεχαν τις νύχτες, έμεναν σε σπηλιές, είχαν οικογένεια, ήταν ανθρωποφάγοι και κάποτε προστάτευαν ένα κρυμμένο θησαυρό. Η σπηλιά είναι πράγματι τρομακτική. Η κοπέλα παρέμενε εκεί προφυλαγμένη από τους ορατούς τουλάχιστον κινδύνους. Την επόμενη όμως ημέρα, όταν η οικογένειά της συνειδητοποίησε πως δεν ήταν στο σπίτι, άρχισε να την ψάχνει σε όλη την περιοχή. Περνώντας έξω από τη σπηλιά, άκουσαν το κορίτσι να ουρλιάζει. Δεν ήταν όμως η φωνή του παιδιού, αλλά του Σατανά! Αμήχανοι, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, ζήτησαν βοήθεια από ένα παπά από τα Καλησπεριάνικα. Όταν η κοπέλα αντίκρισε τον ιερέα με θράσος του λέει: «Ω! Καλώς τον Μαρκαντάση μου!, έλα να χορέψομε τον καρσιλαμά!» Ακούγοντας αυτά, όλοι κατάλαβαν πως ο ιερέας αυτός ήταν ανίσχυρος, γι’ αυτό και απευθύνθηκαν σε κάποιον άλλο. Δυστυχώς όμως και ο επόμενος δεν έφερε καλύτερο αποτέλεσμα. Ο τρίτος ιερέας που την επισκέφτηκε ο παπα-Θόδωρος (θείος του ιερέα Παναγιώτη Μεγαλοκονόμου), μόλις μπήκε στην σπηλιά προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του κοριτσιού. Αμέσως άρχισε να φωνάζει: «Βγάλτε τον έξω! Διώχτε τον από δω! Θα σκάσω, δεν μπορώ! Δεν τον θέλω!» - «Δε φεύγω, εσύ θα φύγεις και θα σου πω από πού θα φύγεις!», είπε ο παπάς. - «Άσε με να φύγω από το μάτι», απάντησε ο σατανάς. - «Όχι δε θα φύγεις από το μάτι», είπε ο παπάς. - «Άσε με να φύγω από το στόμα», πρότεινε ο σατανάς. - «Όχι δε θα φύγεις από το στόμα», αγρίεψε ο παπάς. - «Άσε με να φύγω από το αυτί», ξαναπρότεινε ο σατανάς. - «Όχι! Θα φύγεις από το μικρό το δαχτυλάκι και δε θα αφήσεις κανένα σημάδι!», τον διέταξε ο παπάς. (Ο παπάς εν τω μεταξύ διάβαζε εκκλησιαστικά αποσπάσματα) Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος, και μια σταλιά αίμα έτρεξε από το μικρό δαχτυλάκι του κοριτσιού. Ο σατανάς είχε χαθεί. Αν ,όπως αυτός ήθελε, έβγαινε από το μάτι το κορίτσι θα τυφλωνόταν. Αν έβγαινε από το αυτί, θα κουφαινόταν και από το στόμα δε θα μπορούσε να μιλήσει .Η κοπέλα μόλις συνήλθε, απαλλαγμένη από το δαίμονα πια, είπε: « Μαμά κατουριέμαι »