Μια γυναίκα, θέριζε έξω στα χωράφια. Είχε μαζί και το παιδί της –5 ή 6 χρονών- για να το προσέχει. Το παιδί, το είχε βάλει να κοιμηθεί στον ίσκιο μιας συκιάς. Όταν λοιπόν μεσημέριασε, επειδή λυπόταν να ξυπνήσει το μωρό, σκέφτηκε να πεταχτεί μέχρι το σπίτι της να φάει, και να φέρει φαγητό και για το παιδί. Έφυγε λοιπόν από το χωράφι και ήσυχη πήγε στο σπίτι. Κάποια στιγμή το παιδί ξύπνησε, όμως κάτι κακό του είχε συμβεί. Σερνόταν σα φίδι στο χώμα και ούρλιαζε με μια αλλόκοτη χοντρή φωνή χωρίς να μπορεί κανείς να καταλάβει τι ακριβώς έλεγε. Το ακούει κάποιος γείτονας και τρομαγμένος ειδοποιεί αμέσως τη μάνα του. Μόλις έφτασε εκείνη στο σημείο είδε το παιδί, το οποίο και πήρε σπίτι. Για μία εβδομάδα πήγαινε καθημερινά ο γιατρός εκεί, όμως δεν έκανε τίποτα. Η κατάστασή του παρέμενε στάσιμη. Απελπισμένη η μητέρα του, το πήγε στα Λουραντιάνικα, σ’ ένα παπά. Τον παπα-Μιχάλη. Εκεί, το κράτησε ο παπάς και το εξόρκιζε για μία εβδομάδα. Ώσπου ο «όξω από δω» το εγκατέλειψε. Αφού μιλούσε και έτρεχε όπως πριν επέστρεψε στο σπίτι του.