Ένας κάτοικος των Αντικυθήρων, έφυγε νύχτα από το σπίτι του, κοντά στον Άγιο Μύρο, για να κατέβει στον Ποταμό. Ήθελε να πάρει άλεσμα, δηλαδή αλεύρι, για να ζυμώσει η γυναίκα του την επόμενη ημέρα. Όταν περνούσε από ένα σκοτεινό μέρος, συνάντησε ένα μαύρο μικροσκοπικό ζωάκι το οποίο του έκλεινε το δρόμο. Το γαϊδούρι του μόλις το αντίκρισε δεν κουνούσε βήμα. Νευριασμένος όπως ήταν, αντί να το ξορκίσει, το έβρισε. Αυτό εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά, η γυναίκα του που τον περίμενε μαζί με το μωρό τους στην κρεβατοκάμαρα, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και υπέθεσε ότι ήταν ο άντρας της. Όμως ήταν αυτό, που μπήκε μέσα και σαν αέρας γύριζε γύρω γύρω από το κρεβάτι. Τρομαγμένη η γυναίκα, όταν κατάλαβε πως ήταν ο σατανάς, πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και παρακαλούσε τον Άγιο Μύρο να τους βοηθήσει. Και ξαφνικά αυτός ο σίφουνας κόπασε. Πάνω στην ώρα, έφτασε κι ο άντρας στο σπίτι που μόλις είδε ταραγμένη τη γυναίκα του της διηγήθηκε ό,τι έγινε στο δρόμο.