Το δάπεδο του σπιτιού στο οποίο κατοικούσε η κυρία Καλλιόπη με την οικογένειά της ήταν ξύλινο. Ένα βράδυ κι ενώ η ίδια κοιμόταν στρωματσάδα με τα παιδιά της, κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα άκουσε φωνές, βιολιά, κουδούνια, παιδιά να σκούζουν, να κλαίνε, να χτυπούν τενεκέδες! Η γιαγιά φοβήθηκε για την ίδια και τα παιδιά της. Τα αγκάλιασε, τα σκέπασε καλά και με μοναδικό όπλο την πίστη της στο Θεό έκανε το σταυρό της, είπε το Πάτερ ημών και περίμενε. Ήταν τόσο δυνατός ο θόρυβος που ένιωθε όπως λέει πως ο ξενολαός περνούσε κάτω από το ξύλινο πάτωμα του σπιτιού! Μετά από λίγα λεπτά οι φωνές ξεμάκρυναν. Η εμπειρία αυτή ήταν πολύ τρομακτική για τη γιαγιά αυτή. Η νύφη της, η οποία μας διηγήθηκε την ιστορία, μας είπε πως ο ξενολαός περνούσε παρακάτω από το σπίτι αυτό όπου υπήρχε μια ρεματιά!