Γράφει ο π. Γεώργιος Χριστοδούλου
Κάποτε, όταν ήμουν στην εφηβεία, επισκεφθήκαμε το μετόχι της Σιμωνόπετρας στον Βύρωνα, την Ανάληψη. Είχαμε πάει παρέα με άλλους νέους να συμμετάσχουμε σε μια ολονυχτία. Είχαμε γνωρίσει και τον π. Νικόλαο (νυν Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής) που ήταν τότε υπεύθυνος του μετοχίου και ήμασταν ενθουσιασμένοι.
Η πανηγυρική αγρυπνία είχε τόσο κόσμο που ήταν αδύνατον να βρισκόμαστε εντός του ιερού ναού. Το μετόχι είναι μια όαση στην πυκνοκατοικημένη εκείνη περιοχή διότι βρίσκεται επάνω σε λόφο με όμορφο περίβολο και αρκετό πράσινο. Ένας ευλογημένος τόπος.
Εμείς προτιμήσαμε να ακούσουμε έξω την ακολουθία από τα μεγάφωνα. Είχαν έρθει κι αρκετοί ιερείς από πολλά μέρη και μοναστήρια. Κατά τη διάρκεια του Εσπερινού αντιλαμβανόμαστε μια αναστάτωση, δυο δαιμονισμένες κυρίες είχαν καταφθάσει με συνοδεία περίπου έξι ανδρών που τις κρατούσαν με πολλή δύναμη.
Έκατσαν δίπλα μας και δε σταμάτησαν δευτερόλεπτο να μιλάνε και να σχολιάζουν. Κάποια στιγμή, πριν εισέλθουμε στη Θεία Λειτουργία, εκείνες αφήνιασαν και βγήκαν εκτός ελέγχου. Μεγάλη φασαρία προκλήθηκε διότι κυλιόντουσαν στο έδαφος σηκώνοντας το χώμα ψηλά.
Ένας μεγάλος στην ηλικία κληρικός με άσπρα μαλλιά βγήκε από το ιερό για να δει τι γινόταν. Μόλις τον είδαν του όρμησαν, τον άρπαξαν από τα γένια και τον πέταξαν κυριολεκτικά επάνω σε κάτι σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Αμέσως βγήκε κι ένας άλλος κληρικός αρκετά νεότερος από τον προηγούμενο και δειλά δειλά με σκυμμένο το κεφάλι τις πλησίασε και τις σταύρωσε. Εκείνες, καθηλώθηκαν γονατιστές σαν να τις είχε δέσει κάποιος ισχυρός.
- Άρπαξέ τον μ… από τα γένια να του τα ξεριζώσουμε…
- Δεν μπορώ.. δε βλέπεις τη Μαρία (Παναγία) που στέκεται δίπλα του και μας φοβερίζει;
Ο νέος αυτός κληρικός τις πήρε δίπλα του και κάθισαν σε ένα πεζούλι. Άχνα δεν έβγαζαν. Δεν μπορούσε να καθίσει όμως περισσότερο. Έπρεπε να μπει στο ναό να ενδυθεί τα ιερατικά του άμφια για τη Θεία Λειτουργία.
Οι δαιμονισμένες περιέγραφαν τα πάντα στον αόρατο κόσμο. Στα απολυτίκια ανέφεραν τον κάθε άγιο που ερχόταν π.χ. «να και οι Ρώσοι, ο Σεραφείμ κι ο Ιωάννης».
Ο χλευασμός, τα γέλια και οι ειρωνείες συνεχίζονταν ώσπου μια στιγμή φόβος και τρόμος τις κυρίευσε. Έπεσαν στο έδαφος και με δάκρυα και στεναγμούς παρακαλούσαν να τους λυπηθεί… μα ποιον φοβόντουσαν αναρωτιόμασταν εμείς. Μα ποιον άλλον… τον Άγιο Γεώργιο τον τροπαιοφόρο.
- Μα ποιος τον κάλεσε;
- Ωχ! Θα μας τιμωρήσει τώρα, έρχεται και με το άλογο.
- Κρατάει το δόρυ του και φαίνεται αποφασισμένος. Κακό που μας βρήκε… πώς θα γλιτώσουμε;
- Λυπήσου μας Γεώργιε, θα φύγουμε.
- Όχι Γεώργιε, όχι, μη με πατάς με το άλογο, όχι με το δόρυ!
Φωνές, ουρλιαχτά, μεγάλη φασαρία. Για αρκετή ώρα μετά παρέμειναν ήσυχες και φοβισμένες.
Την ώρα του «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου…» αναφέρουν:
- Να τη, να τη η Μαρία επάνω στον τρούλο, στέκεται και κλαίει. Εσείς δεν τη βλέπετε αλλά εμείς τη βλέπουμε. Κλαίει συνέχεια για τις αμαρτίες σας μπας και σωθείτε και παρακαλά τον Υιό της, αλλά εσείς είστε όλοι δικοί μας, μας αγαπάτε και κάνετε ό,τι σας πούμε με μεγάλη προθυμία.
Έφθασε η ώρα της προετοιμασίας για το μυστήριο των μυστηρίων, τη Θεία Κοινωνία. Οι άνδρες με όση δύναμη είχαν προσπαθούσαν να τις τραβήξουν για να τις βάλουν μέσα στον ιερό ναό για να κοινωνήσουν οι ταλαίπωρες. Μεγάλη αντίσταση.
- Α! Να κι ο Μιχαήλ, ήρθε να προετοιμάσει το έδαφος για τον Ναζωραίο. Με το σπαθί του, τον κόκκινο μανδύα του και τις τρομερές μπότες του που έχουν και καρφιά για να μας πατά και να μας βασανίζει (περιέγραψαν όλη την περιβολή του αλλά η μνήμη μας δε βοηθάει).
Πλησιάζοντας προς την είσοδο του ναού ήταν κι ένας κύριος που κάπνιζε περιμένοντας τη σύζυγό του. Οι δαιμονισμένες κοκάλωσαν το σώμα τους μπροστά του. Εκείνος από αμηχανία χαμογελούσε… μέχρι που με τα κατακόκκινα και γουρλωμένα μάτια και τη βροντερή τους φωνή, είπαν τα παρακάτω:
- Κάπνιζε, κάπνιζε… διότι μέσα θυμιάζουν τον Ναζωραίο και εσύ θυμιάζεις εμάς. Αυτό μας ικανοποιεί ιδιαίτερα. Από μίσος για το θυμίαμα, εμείς εφηύραμε το τσιγάρο, το βάλαμε στη ζωή σας, σας σκοτώνουμε και σας κάνουμε δικούς μας χωρίς να το γνωρίζετε. Έτσι λοιπόν, όσοι καπνίζετε, θυμιάζετε εμάς και τον αρχηγό μας.
Του κόπηκαν τα πόδια, πέταξε μακριά το τσιγάρο και έσκυψε το κεφάλι αρκετά προβληματισμένος.
Εκείνη τη νύχτα συνέβησαν και ειπώθηκαν πολλά, συγκρατήσαμε όμως τα πιο ωφέλημα που συχνά πυκνά συζητάμε και με τους φίλους που ήταν παρόντες εκείνη τη νύχτα.
https://www.ekklisiaonline.gr
0 Σχόλια: