Το λαγκάδι που πέφτει απάνου 'ς τη στράτα που πάει από τη Σκαραδαμούλα 'ς την Πλάτσα, αποπάνου από τη Στούππα, περ' ακόμη από το Καλαμίτσι, παρνομάστηκε «του φονιά το λαγκάδι» από τότες που ένας εσκότωσε το σύντροφό του για ναν τον κλέψη, και ύστερα τον εγκρέμισε από ψηλά από τη ράχη μέσα 'ς το λαγκάδι τον κατήφορο. Λεν πως σαν απεράση κανείς τα μεσάνυχτα αποκεί ακούει κλάϊματα και μουγκρητά ανθρώπου, σαν να τον λαιμοκαρυδιάζουν και ναν τον τυραννάνε. Κι' όλη η ρεματιά λαμποκοπάει κι αντιλαλάει. Ακόμα λεν πως όσους διαβαίνουν καβάλλα τους ακλουθάει ως το Καλαμίτσι πίσω από τα ζα τους, άλλους ένα σκυλί που δεν έχει ούτε μύτη, ούτε στόμα, ουτ' αυτιά, μονάχα δυο μεγάλα μάτια 'ς το κεφάλι σαν αλογοπέταλα. Άλλους μια γάτα με κέρατα αλαφιού. Κι' άλλους ένα κατσίκι που άλλοτε τα πόδια του σηκώνουνται, αψηλώνουν ως τα ουράνια, κι' άλλοτες χαμηλώνει χαμηλώνει, ως που γίνετ' ίσια μ' ένα ποντικάκι. Μια φορά, είναι τώρα κάπου τριάντα χρόνια, ο συχωρεμένος ο γέρο Στρατής εγύριζε από την Τζίμοβα, που ταν παγιωμένος. Νύχτωσε πέρα από «του φονιά το λαγκάδι», μα του βάσταε του μακαρίτη, και το βαλε 'ς τα ίσια κατά μπροστά, χωρίς να ξεπεζέψη πούπετα. Σαν έφταξε 'ς το διάβα του και 'ς του φονιά το λαγκάδι, ακούει ξάφνου ένα μουρμουρητό μέσα 'ς ένα λόγγο κει παράμερα σαν κλάϊματα μικρού παιδιού. Ο γέρο Στρατής ξαπέζεψε, έδεσε τη μούλα 'ς ένα κλαρικό, και τραύηξ' ολόισια απάνου 'ς το λόγγο πώβγαιν' η φωνή. Εκεί σε μια λυγαριά βλέπει ένα παιδάκι 'ς ταις φασκαίς. Νόμισε πως θα ναι μούλικο, το πήρε 'ς την αγκαλιά του, έλυσε τη μούλα του και καβάλλησε. Κείνη την ώρα αστραποβόλησαν οι ράχαις κι' ακούστηκε μια φοβερή βουή πάνου 'ς τα κατάραχα, μέσα στη ρεματιά. Η μούλα, που και όταν πήγε με το παιδί 'ς την αγκαλιά να την καβαλλήση τσούλωσε αγριεμένη ταυτιά της και δεν ήθελε να την κοντοζυγώση ο αφέντης της, τότε ρίχτηκε 'ς το δρόμο της ακράτητη. Κόντευε ο γέρο Στρατής να φτάξη 'ς το Καλαμίτσι. Κει κοντά πέφτει ένα ρημοκλησάκι. Το παιδί αμούλλωνε μέσα στην ποδιά του·όπου κιαμμιά φορά, ως καθώς κούνησε ο γέρο Στρατής τα πόδια του για να τσιγκλήση 'ς τα πλευρά τη μούλα του, σκουντεί απάνω σε πόδια αλλουνού ανθρώπου κρεμασμένα από της μούλας το σαμάρι. Κάνει να ιδή, τι να ιδή! Τα πόδια του μωρού παιδιού μεγάλωσαν μέσα σε μια στιγμή σαν αντρίκια πόδια και κάτι παραπάνου και κόντευαν ν' ακουμπήσουν 'ς τη γης. Τούρθαν 'ς το νου του γέρου Στρατή τα ξωθικά του λαγκαδιού, έδωκε μια, απόλυκε αμέσως τον οξαποδώ, έκανε το σταυρό του κ' είπε και α πατερμό του κα της Παναγιάς τα ξόρκια. Ο Γκριτζαούλης χάθηκε 'ς τα πλαγιά ουρλιάζοντας. Τότε ο γέρο Στρατής ο συχωρεμένος βάρεσε τη μούλα μ' όλα τα δυνατά του, κ' εκείνη τρέχοντας τον ήφερε 'ς το χωριό. Από τότενες αρρώστησε, έπεσε 'ς το στρώμα κάπου δυο μήνες, κ' έπειτα με χίλια δυο ξόρκια κ’ ευκέλια έγιανε.