Στα Χρούσα πήγαινε ένας μ’ ένα φίλο του, και εκεί σ’ ένα μέρος σταθήκανε λιγάκι και χωριστήκανε. Στη στιγμή που χωριστήκανε, ήρθανε Νεράιδες και τον βάλανε στην μέση και του μιλούσανε. Αυτός δεν καταλάβαινε τι του λέγανε. Είχε όμως ακουσμένα πως άμα μπήξεις στη γη μαυρομάνικο μαχαίρι, φεύγουνε. Είχε πάνω του ένα τέτοιο μαχαίρι, και το έμπηξε και φύγανε