Ο Όσιος Μάξιμος, τη μνήμη του οποίου τιμά σήμερα 13 Ιανουαρίου η Εκκλησία, κατά κόσμο Μανουήλ, γεννήθηκε στην πόλη Λάμψακο από ευσεβείς γονείς οι οποίοι τον ανέθρεψαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

 

Εκάρη μοναχός σε μοναστήρι του όρους Γάνου και μετά από σύντομη παραμονή σε Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη, κατέληξε στην Μονή της Λαύρας στο Άγιο Όρος.

 

Λόγω των συχνών μετακινήσεων του έκαιγε την καλύβα του για να ασκείται στην πλήρη ακτημοσύνη. Γι αυτό το λόγο ονομάσθηκε Καυσοκαλύβης. Εκοιμήθη ειρηνικά το 1365 μ.Χ. σε ηλικία 95 ετών.

 

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. ἀ’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Μητρικῆς ἐκ νηδύος Ὅσιε Μάξιμε, ἐκλογῆς ὡς δοχεῖον ἀνατεθεῖς τῷ Θεῷ, τοῦ θείου γνόφου ὡς Μωσῆς κατηξίωσαι, καὶ τὰ πόρρω προορᾶν, κατὰ τὸν μέγον Σαμουήλ, τοῦ Ἄθω τὸ θεῖον θαῦμα, τῆς Θεοτόκου ὁ μύστης ἡ καὶ πρεσβεύεις Πάτερ ὑπὲρ ἠμῶν.

 

Σύμφωνα με τη διήγηση του γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη η  Παναγία έδωσε στον Άγιο Μάξιμο Καυσοκαλυβίτη τη χάρη να ίπταται.

 

Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης: «Μας εδιηγούντο οι Γεροντάδες μας ότι ο Άγιος Μάξιμος ησκείτο στη Μεγίστη Λαύρα. Παρακαλούσε συνεχώς την Παναγία να του δώσει την «καρδιακή προσευχή». Να τον φωτίσει, δηλαδή, να προσεύχεται με την καρδιακή, τη νοερά προσευχήν. Η Παναγία εισήκουσε τις προσευχές του και του έδωσε την εντολή να πάει στην κορυφή του Αθωνος, λέγοντάς του συγχρόνως: «Ελα κι εκεί θα σου αποκαλύψω το αιτούμενον»! Ο πατήρ Μάξιμος μια και δυο πήρε το μπαστουνάκι του και ξεκίνησε. Βάδιζε, βάδιζε ώρες ολόκληρες, έξι, επτά, οκτώ, 10 ώρες! Με το ένα χέρι κρατούσε το ραβδάκι και με το άλλο τραβούσε το κομποσχοίνι του. Κάποτε έφθασε στην κορυφή. Γονάτισε αμέσως κι άρχισε να προσεύχεται θερμά στην Παναγία μας. Εμεινε γονατιστός, προσευχόμενος τρία μερόνυκτα! Κάποια στιγμήν ο Γέροντας αισθάνθηκε μίαν άρρητη ευωδία και συγχρόνως είδε άπλετο φως να τον κατακλύζει! Τον περιέλουσε το άκτιστο φως… Μέσα σ’ αυτές τις συγκλονιστικές συνθήκες εμφανίσθηκε η Παναγία! Ο πατήρ Μάξιμος εκάλυψε με τις παλάμες το πρόσωπό του λέγοντας: «Υπεραγία Θεοτόκε, δεν είμαι άξιος να δω το υπεράγιο Πρόσωπό Σου». Η Παρθένος τού μίλησε για λίγο. Ο άγιος του Θεού ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά από αγαλλίασιν. Εκείνη, βλέποντας την ταπείνωσή του, του έδωσε το χάρισμα της νοεράς προσευχής κι εξαφανίσθηκε μέσα στη λάμψη στην οποία και είχεν εμφανισθεί! Η Παναγία -εκτός από τη νοερά προσευχή- του έδωσε και άλλη μίαν ιδιαίτερη χάρη, να ίπταται! Μάλιστα, γι’ αυτό τον ονομάζουν το «πτηνόν του Αθω»! Συγκεκριμένα, στους Χαιρετισμούς των Αγιορειτών Αγίων διαβάζουμε: «Χαίροις, Μάξιμε πάτερ, αετέ υψιβάμον»!».