Παραθερίζαμε στο χωριό Μονίτσια της Νάξου. Γύρω στις 3 μ.μ. και καθώς περιμέναμε τον απογευματινό μας καφέ εγώ, η μητέρα μου και η αδερφή μου, ακούσαμε να ανοίγει η εξώπορτα και αμέσως χωρίς να μεσολαβήσει ο αναγκαίος χρόνος ανόδου της αρκετά μεγάλης σκάλας άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και είδαμε να μπαίνει ο πριν από μήνες πεθαμένος Γεώργιος Βαρότσης, οικογενειακός φίλος. Αφού μας χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του κατευθύνθηκε προς τον καναπέ όπου και έκατσε, μας φάνηκε όμως περίεργο ότι χωρίς να κοιτάξει προς εκείνο το μέρος προφύλαξε το κεφάλι του από το πίσω ανοιχτό τζάμι. Εμείς μείναμε κατάπληκτοι και άλαλοι και μόνο η μητέρα μου τον ρώτησε τρέμοντας : «Τι θέλετε κύριε;» «Κατεβαίνω από το Φιλιότι» απάντησε εκείνος. Την στιγμή εκείνη μπήκε η υπηρέτρια φέρνοντας τον δίσκο με τρεις καφέδες και η μητέρα μου της έκανε νόημα να του προσφέρει καφέ Η υπηρέτρια γνωρίζοντας το νεκρό αλλά αμφιβάλλοντας για αυτό που έβλεπε πλησίασε φοβισμένη, εκείνος όμως αρνήθηκε με κίνηση του χεριού και του κεφαλιού. «Τι θέλετε κύριε;» ρώτησε πάλι η μητέρα μου «Κάτι», απάντησε εκείνος «Αλλά τι πράγμα» «Κάτι», επανέλαβε και πάλι και τότε σηκώθηκε και αφού χαιρέτησε κάνοντας νόημα με το κεφάλι έφυγε. Κατατρομαγμένες τότε και οι τρεις γονατίσαμε και αρχίσαμε να λέμε τις ευχές των νεκρών εγώ όμως σηκώθηκα και έτρεξα στο παράθυρο και τον είδα να βγαίνει από την αυλή στο δρόμο όμως δεν τον είδα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η υπηρέτρια τραβώντας τα μάγουλά της λέγοντας : «Μα κυρία, και οι πεθαμένοι βγαίνουν από τον τάφο;» Η μητέρα αναγνώρισε τα ρούχα ιδίως το γιλέκο και τα κρεμαστάρια του ρολογιού του, εγώ το μπαστουνάκι που κρατούσε όταν μας επισκέπτονταν. Το σώμα του ήταν διαφανή. Στείλαμε να ρωτήσουμε στο Φιλιότι αλλά εκεί δεν είχε φανεί. Περιττό να σας πω σε τι νευρική ταραχή βρισκόμασταν για καιρό.