Μέσα στη νύχτα, ένα σφύριγμα ακούστηκε κι ευθύς αμέσως ένα τραγούδι υψώθηκε, μελίρρυτο, σαν το φεγγοβόλημα του φεγγαριού και μυστηριακό, σαν τον παφλασμό της θάλασσας, που θώπευε στοργικά τους βράχους της ακρογιαλιάς.
Βουβό το Κάστρο του Ρίου ορθωνόταν μες στη νύχτα. Οι τρομακτικοί πύργοι του με τους δαντελωτούς προμαχώνες φάνταζαν σαν εφιαλτικά χέρια, απλωμένα κατά τη θάλασσα και οι τάφροι με τα νερά, που το έκλειναν ολόγυρα, ήταν πλημμυρισμένες από έναν περίεργο αχό, που νόμιζες ότι γλιστρούσε επάνω στα νερά.
Κι έξαφνα, μια φωνή ρώτησε:
-Τι ώρα είναι;
-Η ώρα της ξωθιάς, απάντησε μια φωνή άλλη.
Και πάλι η βουβαμάρα σκέπασε το κάστρο. Μόνο το τραγούδι εξακολουθούσε γλυκό, σαν το φεγγοβόλημα του φεγγαριού, σε μια γλώσσα που κανείς δεν μπορεί να την κατέχει.
Αλλά, να, που η θάλασσα αναταράσσεται, ένα βουητό βιαστικό καταφτάνει ως τους προμαχώνες και μια κραυγή απόκοσμη, σαν γέλιο στριγκό, σπάει πάνω στα βράχια.
-Μα, τι είναι αυτό που ακούστηκε;
-Ρωτάς τι είναι; απάντησε εκείνος, που είχε αναφέρει προηγουμένως την ξωθιά. Πάει, άνοιξε η θάλασσα και τον κατάπιε κι αυτόν. Η ξωθιά του κάστρου θα κοιμηθεί τώρα ήσυχη.
Το τραγούδι σίγασε. Η θάλασσα συνέχιζε να φλοισβίζει στην ακρογιαλιά και στα νερά της, το φεγγάρι έστρωνε το χρυσάφι του.
Το Κάστρο του Ρίου είναι ένα από τα πιο παλιά κάστρα της Ελλάδας. Μαζί με το αντικρινό Κάστρο του Αντιρρίου, το ταίρι του, είναι και τα δυο ενετικά φρούρια, που τα τυλίγει ο θρύλος, τα καλύπτει η παράδοση, τα στοιχειώνει το αίμα, που πότισε τα θεμέλιά τους κι έβαψε τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους τους, τα κατασκότεινα κελιά τους, τα ερεβώδη υπόγειά τους και τις ανδρείες πολεμίστρες τους.
Το Κάστρο του Ρίου, 1932
Στα τείχη απομένουν ακόμη οι μπάλες των κανονιών, να ψιθυρίζουν για τα περασμένα, για τη λατρεία της βίας και τις δυνάμεις που θεοποίησαν οι άνθρωποι, για να γίνουν από μικροί κι ασήμαντοι, μεγάλοι και τρανοί, στην ίδια εκείνη θέση, όπου οι αρχαίοι Έλληνες είχαν υψώσει κάποτε ολομάρμαρο τον Ναό του Ποσειδώνα.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Τούρκους, έπαυσαν πλέον τα δύο αυτά κάστρα να φοβερίζουν με τα κανόνια τους και στο Κάστρο του Ρίου οδηγήθηκαν όλοι οι βαρυποινίτες και όσοι απειλούσαν την κοινωνία με τα παράνομα καμώματά τους. Μια διαταγή, όμως, μια μέρα, κατήργησε τις φυλακές και ξώμειναν μόνο οι στρατώνες, που παρέμειναν εκεί έως το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της παγκόσμιας αυτής σύρραξης, οι Γάλλοι το κατέλαβαν, ίδρυσαν σ’ αυτό έναν από τους τελειότερους σταθμούς ασυρμάτου και φύλαγαν το πέρασμα, που είναι γνωστό με το όνομα Μικρά Δαρδανέλια, από τα γερμανικά υποβρύχια, που αναζητούσαν μια βάση ανεφοδιασμού.
Πέρασε, όμως, κι ο πόλεμος, οι στρατώνες εγκαταλείφθηκαν και το 1932, οι κάτοικοι του Κάστρου του Ρίου ήταν μόνο ένας κελευστής, που είχε τη φροντίδα του ασυρμάτου, ένας λοχίας, ένας ευφυέστατος στρατιώτης ονόματι Αρβανίτης, η οικογένεια ενός απόστρατου ανώτερου Αξιωματικού, η οικογένεια κάποιου Επιλοχία κι ένας Ρώσος Συνταγματάρχης, που, αφού αντιμετώπισε τη ρωσική θύελλα, κατέληξε να παραθερίζει με τη γυναίκα του και το παιδί του έξω από το Κάστρο, σε μια σκηνή, έως ότου μια διαταγή του Υπουργείου του επέτρεψε να εγκατασταθεί μέσα σ’ αυτό.
Αυτοί μόνο ζούσαν στα εγκαταλελειμμένα οικοδομήματα, αυτοί λειτουργούσαν την παλιά μέσα στο τείχος εκκλησιά, αυτοί άκουγαν τον βόγγο της θάλασσας, αυτοί γνώριζαν καλά τις ιστορίες του Κάστρου, που τις έμαθαν από γέρους τσομπάνηδες, που ξέπεφταν καμιά φορά στο Ρίο. Αυτοί ήξεραν πού βρίσκονταν τα μυστικά περάσματα, οι τυφλοί διάδρομοι στον δαίδαλο των τειχών κι αυτοί έφερναν στα πρόσωπά τους τη σφραγίδα της αγωνίας, ρίχνοντας βαριά σκιά στην καρδιά τους οι ζοφεροί θρύλοι με τα μυστηριακά βογγητά, τα απόκοσμα σφυρίγματα και τα φευγαλέα οράματα.
Ανάμεσα στους άλλους πύργους, ξεχώριζε εκείνος που τον έλεγαν Πύργο του Αράπη. Τον αποκαλούσαν έτσι, επειδή μέσα σ’ αυτόν ήταν κλεισμένο το αόρατο και τρομερό στοιχειό, που αφαιρούσε από τον κάθε τολμηρό άντρα, που θα ρίσκαρε να μπει, το θάρρος του και τη γενναιότητά του. Ο πύργος τούτος δεν είχε καμιά επικοινωνία με το εσωτερικό του κάστρου. Μόνο ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο, που θα έπρεπε να συρθεί κανείς στα γόνατα, για να το περάσει.
Σκυθρωπός, βαρύς, αμείλικτος δέσποζε ο πύργος και γέμιζε με δέος την καρδιά. Τα τεράστια αγκωνάρια του, που χρησίμευαν για τη στήριξή του και οι γυμνές πλέον από ανθρώπινη λαλιά επάλξεις του καταρράκωναν την τόλμη όσων τον προσέγγιζαν. Ο πύργος τούτος είχε έναν άγριο τρόπο που στεκόταν βλοσυρός.
Στο εσωτερικό του είχε τοίχους στρογγυλεμένους και ψηλά είχε μια στρωτή, πέτρινη οροφή. Στο χώμα του εδάφους του διακρίνονταν μερικά πατήματα, μεγάλα και στιβαρά, αλλά ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα γυναικείο ζευγάρι πατημασιών.
Η ιστορία μας, λοιπόν, αρχίζει ακριβώς από αυτές τις γυναικείες πατημασιές, που βρίσκονταν αποτυπωμένες σε μια γωνιά του πύργου και την αφηγήθηκε ένας γέρος τσομπάνος στον διακεκριμένο συγγραφέα και δημοσιογράφο της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, Χρήστο Αγγελομάτη και στην ομάδα του, ο οποίος πραγματοποιούσε έρευνα για τα στοιχειωμένα κάστρα της χώρας μας. Ο γέρος τσομπάνος υπήρξε συντροφιά για τον δημοσιογράφο, αλλά χρησίμευε, επίσης, ως οδηγός και εξηγητής.
Χρήστος Αγγελομάτης (1903 – 1979)
Ο γηραιός βοσκός μπήκε δειλά μέσα στον Πύργο του Αράπη, μόνο και μόνο επειδή συνέχιζε να λάμπει το φως του ήλιου.
“Αν είχε πάρει να νυχτώσει, δε θα αποκοτούσα να μπω, γιατί ο ήλιος διώχνει τα στοιχειά και η μέρα τα δαμάζει”, ψέλλισε ωχρός, με χείλη που τρεμόπαιζαν. Όλοι συσπειρώθηκαν στη γωνιά, σαν συνωμότες, γύρω από τα μικρά γυναικεία ίχνη και ο τσομπάνος αρχίνησε να λέγει:
“Εδώ, παιδιά μου, ζούσε, μα και θα ζει ακόμη, ο καλός Αράπης. Κακό να μην τον πείτε, γιατί θυμώνει και αλί σε εκείνον που θα δοκιμάσει τον θυμό του. Ζούσε μονάχος, χωρίς κανείς να τον βλέπει και να τον γνωρίζει. Όσοι δοκίμασαν να μπουν στο κελί του, τυφλώθηκαν με μιας κι όσοι μπήκαν τελικά, δεν ξαναείδαν πια το φως του ήλιου. Αυτή ήταν η μοίρα, τους, μεγάλη η χάρη του Θεού.
Αλλά ήταν γραφτό, βλέπετε, να μπει και μια κοπέλα και να μη μείνει τίποτε άλλο από αυτήν, παρά τα μικρά πατήματά της σε τούτο εδώ το χώμα.
Ήταν μια κοπέλα είκοσι χρόνων. Είχε την ασπράδα του χιονιού στο δέρμα της, τα χείλη της του κερασιού το χρώμα, τα τσίνορά της τη μαυρίλα του κοράκου και καμιάν ιτιά δε θα μπορούσε να πει πως ήταν τόσο λυγερή, όσο το κορμί της. Μα, έσβησαν τα νιάτα και η ομορφιά της μέσα στον Πύργο του Αράπη κι ένας παραπονεμένος θρήνος απλώθηκε πάνω από το Ρίο και χώθηκε σαν αγκάθι σε κάθε ανθρώπινη καρδιά…”
4 Σχόλια:
Ιδού το έβδομο και τελευταίο μέρος της έρευνάς του, η οποία ασχολήθηκε εκτενώς με το στοιχειωμένο Κάστρο του Ρίου:
Ό,τι συνέβη δύο νύχτες συνεχώς, συνέβη και τη νύχτα εκείνη, που ο Αξιωματικός ανέβηκε στο τείχος. Η φρουρά κλήθηκε στα όπλα από τους σκοπούς και οι άντρες, οι οποίοι προσέτρεξαν, πήραν τον αρχηγό τους και τον μετέφεραν τραυματισμένο στο δωμάτιό του. Το χτύπημα, που του είχαν καταφέρει τα άγνωστα χέρια με κάποιο βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι, δεν υπήρξε χωρίς συνέπειες. Από το τραύμα του έτρεχε το αίμα, καταπλημμυρούσε το πρόσωπό του και για πολλή ώρα ήταν αναίσθητος.
Όταν συνήλθε, ο ιατρός των φυλακών του είχε επιδέσει το τραύμα κι έτσι, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να ξέρει σε ποια κατάσταση βρέθηκε. Το έμαθε μόνο, όταν ζήτησε να σηκωθεί, για να πάει στο τείχος. Ο ιατρός του το απαγόρευσε προς ώρας και του επέβαλε να ησυχάσει για λίγες ώρες. Άλλωστε, η μέρα είχε προχωρήσει πια και το μυστικό των καταραμένων φιδιών δε θα κατόρθωνε να το ανακαλύψει.
Σκέφτηκε βαθιά, ανέπλασε με τον νου του τη σκηνή του τραυματισμού του στο τείχος και κάλεσε κατόπιν τους σκοπούς.
Περίτρομοι ακόμη οι στρατιώτες, παρουσιάστηκαν και στάθηκαν ακίνητοι εμπρός του, μα κατάφωρα ταραγμένοι. Του είπαν:
-Την ώρα που ανεβαίνατε, ακούσαμε κι εμείς τα σφυρίγματα των φιδιών και τα μουγκρητά κι ύστερα, νιώσαμε ένα ζεστό αέρα να περνά στο πρόσωπό μας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ήταν τα φίδια. Είδαμε τα μεγάλα τριχωτά κεφάλια τους, είδαμε τις κατακόκκινες διχαλωτές γλώσσες, που εκτόξευαν φλόγες κι ακούσαμε τα αγκομαχητά τους, καθώς ξεδίπλωναν τα σώματά τους πάνω στις πέτρες του τείχους. Έπειτα, σύρθηκαν, ήρθαν κοντά μας, τα κεφάλια τους υψώθηκαν πάνω από τα δικά μας και σε κάθε στιγμή λέγαμε ότι είμαστε χαμένοι.
-Καλά, κι εγώ πώς χτυπήθηκα κι από ποιον; αναρωτήθηκε ο Αξιωματικός.
-Από τα φίδια! Την ώρα που μας περιτριγύριζαν, ένα άλλο φίδι σας πλησίασε και σας χτύπησε με την ουρά του, επέμειναν οι στρατιώτες.
-Και σας, πώς δεν σας χτύπησαν; ρώτησε πάλι με καχυποψία ο Αξιωματικός.
-Εμάς δεν μας χτύπησαν, γιατί αρχίσαμε να τα ξορκίζουμε και να λέμε τις λέξεις εκείνες, που τους δείχνουν φιλία και όχι εχθρικότητα. Γι’ αυτό, αφού σας χτύπησαν, υψώθηκαν ξανά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, έβγαλαν τις κατακόκκινες διχαλωτές τους γλώσσες και, σφυρίζοντας και αγκομαχώντας, πέρασαν ξυστά από κοντά μας και εξαφανίστηκαν μες στη νύχτα.
-Ανόητοι! Θα το λύσω εγώ τούτο το μυστήριο, ψέλλισε ο τραυματισμένος Αξιωματικός.
Το μεσημέρι κατόρθωσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και τράβηξε κατά το τείχος. Στις σκάλες και στους τοίχους ήταν καταφανή τα σημάδια, που καταδείκνυαν εσπευσμένη φυγή. Τίνων τα σημάδια, όμως; Των φιδιών; Όχι βέβαια, μουρμούρισε.
Μια ιδέα τριβέλιζε το μυαλό του. Κατέβηκε κάτω, κάλεσε τη φρουρά και τη διέταξε να εκκενώσει το διαμέρισμα των φυλακών, που ήταν χτισμένο πλάι στο τείχος. Και αφού πραγματοποιήθηκε η διαταγή του, άρχισε να ερευνά κάθε σπιθαμή της φυλακής, σαν ακαταπόνητο λαγωνικό.
Επί τρεις ολόκληρες ημέρες έσκαβε και έσκαβε, συρόταν καταγής, γονάτιζε και μπουσουλούσε, αλλά στο τέλος, το μυστικό των φιδιών έπαψε να είναι πια τόσο μυστικό. Στη μέση ακριβώς του διαμερίσματος, άνοιγε μια καταπακτή, την οποία δεν την είχαν εντοπίσει μέχρι τότε, ίσως επειδή ήταν κρυμμένη τόσο φανερά, που φάνταζε αδιανόητο να υπάρχει.
Ο Αξιωματικός άνοιξε την καταπακτή, κατέβηκε, βαστώντας στο ένα χέρι μια λάμπα και τότε, είδε ότι ο υπόνομος, που ξεκινούσε από εκεί, συγκοινωνούσε με όλα τα τμήματα των φυλακών του Ρίου και προχωρούσε προς το σημείο εκείνο, μέχρι του οποίου είχαν φτάσει οι κατάδικοι, που έμεναν στο διαμέρισμα των φυλακών εντός του κάστρου.
Από τη στιγμή εκείνη, δεν ήταν δύσκολο να ανακαλύψει, βαδίζοντας προσεκτικά, πώς εξαφανίζονταν οι σκοποί μυστηριωδώς. Οι κατάδικοι, απελπισμένοι, σκέφτηκαν και αποφάσισαν να βάλουν σε εφαρμογή ένα αληθινά πρωτότυπο σχέδιο, που πρότεινε ένας από αυτούς, που περνούσε για σπουδασμένος.
Ο δήθεν σπουδασμένος έγκλειστος είπε:
Άκουσα ότι το Κάστρο του Ρίου είναι στοιχειωμένο και ότι εμφανίζονται κάτι φοβερά φίδια και κατατρώγουν τους ανθρώπους μες στη νύχτα. Με τον υπόνομο, που έχουμε φτιάξει, μπορούμε να κινηθούμε σε οποιοδήποτε μέρος της φυλακής επιθυμούμε. Μόνο που δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τα τείχη. Γι’ αυτό, λοιπόν, θα αρχίσουμε να σκοτώνουμε τους σκοπούς κι ύστερα, θα τους εξαφανίζουμε μες στα υπόγεια. Έτσι, θα σπείρουμε τον τρόμο και μια ημέρα, που θα καταφέρουμε να σκοτώσουμε όλους μαζί τους φρουρούς, θα πάρουμε τις στολές τους και τα όπλα τους, θα κάνουμε γενική εξόρμηση και ίσως μπορέσουμε να περάσουμε τις πύλες του κάστρου, αφού άλλος τρόπος δεν υπάρχει, για να δραπετεύσουμε από τα δαιμονισμένα αυτά τείχη.
Έτσι άρχισαν να εξαφανίζονται οι σκοποί. Το πράγμα δεν ήταν πάντα εύκολο και πολλές φορές περνούσαν μήνες ολάκεροι δίχως να χαθεί κάποιος στρατιώτης. Πολλές φορές, πάλι, αν οι συνθήκες το ευνοούσαν, εξαφανίζονταν δυο-τρεις, μέσα σε λίγες μόλις μέρες.
Ο αρχηγός της φρουράς, με την πίεση, την απειλή, τη βία, απέσπασε πολλές πλήρεις ομολογίες καταδίκων και σε μια γωνιά των υπογείων βρήκε πεταμένο και τον δύστυχο σκοπό, που τον σκότωσαν με μια μαχαιριά στον λαιμό, πριν τρεις νύχτες. Η σήψη του σώματός του είχε ήδη ξεκινήσει. Παρ’ όλα αυτά, διέταξε να σηκώσουν το πτώμα και να το μεταφέρουν στην εκκλησία του κάστρου, όπου έκανε στο άμοιρο παλικάρι μια συγκινητική κηδεία.
Το μυστήριο των φιδιών είχε πλέον διαλευκανθεί. Το περίεργο, όμως, ήταν ότι οι στρατιώτες δεν ήθελαν να το παραδεχθούν και πίστευαν ακράδαντα ότι τα φίδια υπήρχαν πάντοτε μες στις υπόγειες εγκολπώσεις του κάστρου. Το ίδιο, άλλωστε, πίστευαν και όλοι όσοι κατοικούσαν ολόγυρα στο Ρίο, γι’ αυτό και δεν περνούσαν ποτέ από κει τη νύχτα. Μα, αν τύχαινε να περάσουν, δεν παρέλειπαν να κάνουν τον σταυρό τους.
Το Κάστρο του Ρίου σφυρηλάτησε τα ανομολόγητα στοιχειά του μέσα στα χοντρά του τείχη για χρόνια ολάκερα και δεν είναι λίγοι εκείνοι, που ακόμη θαρρούν πως τούτος ο χώρος είναι σφόδρα στοιχειωμένος.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 05/10/1932…
https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Ιδού, λοιπόν, η συνέχεια της ιστορίας:
Ο φόνος του σκοπού στις φυλακές του Κάστρου του Ρίου και η απόπειρα δραπέτευσης των πέντε καταδίκων αναστάτωσε, όπως ήταν φυσικό, τη διεύθυνση των φυλακών, τη φρουρά και τους δεσμοφύλακες, εκείνον τον Γενάρη του 1906.
Το πρωί διενεργήθηκε πολύωρη έρευνα στα διαμερίσματα των φυλακών, πράγμα όχι τόσο εύκολο.
Άλλωστε, στις φυλακές αυτές του Ρίου είχαν σταλεί οι χειρότεροι εγκληματίες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στα κελιά σαν αληθινά θηρία. Κανείς δεν μπορούσε να τους πλησιάσει και με τη φήμη, που τους εξύψωνε στα μάτια των πιο αδύναμων, δυνάστευαν κάθε άλλον, τον ανάγκαζαν να τους υπηρετεί ποικιλοτρόπως και τον υποχρέωναν να εκτελεί κάθε θέλημά τους. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα αρνιόταν να υποδουλωθεί στις προσταγές τους! Φυσικά, οι άνθρωποι αυτοί ήταν συγχρόνως δυνάστες, αλλά και προστάτες.
Η προστασία που παρείχαν, είχε γίνει αφορμή πολλές φορές άγριων συμπλοκών μέσα στα μπουντρούμια και στα κελιά. Το αίμα χυνόταν άφθονο μεταξύ των φυλακισμένων.
Την ημέρα, λοιπόν, αυτή, που αποπειράθηκαν να διαφύγουν οι κατάδικοι και θα γλίτωναν, πράγματι, αν δεν τους είχε καταπιεί η λάμια της θάλασσας, ο αρχηγός της φρουράς και ο διευθυντής των φυλακών αποφάσισαν να διενεργήσουν έρευνα μέσα στα επικίνδυνα μπουντρούμια.
Έτσι, παρέταξαν τους στρατιώτες μπροστά στο πρώτο διαμέρισμα των φυλακών, αυτό που βρισκόταν μέσα στο κάστρο και διέταξαν το άνοιγμα της πόρτας. Κι ευθύς, μόλις πραγματοποιήθηκε η διαταγή, ο αρχηγός της φρουράς φώναξε:
Μην κουνηθεί κανείς, διότι θα πυροβολήσουμε!
Ήταν πολύ νωρίς το πρωί. Οι φυλακισμένοι, ξαπλωμένοι ακόμα στα κρεβάτια τους, σχολίαζαν τα συμβάντα της προηγούμενης νύχτας και κανείς δεν είχε τη διάθεση να αντισταθεί, καθώς μάντευε τι θα επακολουθούσε. Σηκώθηκαν όρθιοι και περίμεναν. Οι στρατιώτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και, ενώ οι μισοί φρουρούσαν, οι άλλοι μισοί ξεκίνησαν την έρευνα. Όμως, δε βρήκαν πουθενά τίποτα το επιλήψιμο.
Ο αρχηγός τη φρουράς δάγκωνε το μουστάκι από τη λύσσα του για τον άδικο χαμό του συναδέλφου του και παρακολουθούσε σαν αρπακτικό τις έρευνες. Έξαφνα, τα βλέμματα των στρατιωτών έπεσαν πάνω σ’ έναν κατάδικο, ο οποίος έμενε ασάλευτος σε μια γωνιά, κατακίτρινος, κοιτώντας ένοχα προς ένα τμήμα του τοίχου. Ο Αξιωματικός αμέσως κατάλαβε: “Βγάλτε αυτήν την πέτρα!”, ούρλιαξε.
Αφού αφαίρεσαν το μεγάλο αγκωνάρι του τοίχου, οι φρουροί διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για μια κρύπτη γιομάτη λίμες, μαχαίρια, πιστόλια και φυσίγγια. Τότε, ο Αξιωματικός στράφηκε προς τους καταδίκους και διέταξε αγριεμένα: “Ψηλά τα χέρια!”
Κατόπιν, κάλεσε μερικούς στρατιώτες να τους περάσουν χειροπέδες και να τους οδηγήσουν σ’ άλλο κελί της φυλακής. Οι έρευνες συνεχίστηκαν και ανακάλυψαν μια ημιτελή υπόγεια στοά, που απλωνόταν κάτω από το κάστρο και είχε κατεύθυνση προς την αυλή. Προφανώς, θα την ολοκλήρωναν και θα προσπαθούσαν να βγουν έξω από τα τείχη.
Στα υπόλοιπα κελιά δεν εντοπίστηκε τίποτε το ύποπτο. Πάντως, για τους καταδίκους, όλα τα αλλόκοτα που συνέβαιναν στους κόλπους του κάστρου ήταν έργα των καταραμένων φιδιών και της εκδικητικής λάμιας. Το μόνο που παραδέχτηκαν ήταν ότι εκείνοι οι πέντε δραπέτες σκότωσαν όντως με μαχαίρι τον έναν σκοπό, αλλά για τον άλλο τον φρουρό, δεν έφεραν καμιά ευθύνη απολύτως. Υποστήριζαν με βεβαιότητα ότι τον καταβρόχθισαν τα πελώρια σατανικά φίδια του στοιχειωμένου κάστρου.
Τη νύχτα, ο αρχηγός της φρουράς δε έκλεισε μάτι. Έκανε αλλεπάλληλους αιφνιδιασμούς και λίγο προτού ξημερώσει, κατευθύνθηκε προς τη σκοπιά του τείχους. Ο καιρός ήταν ίδιος με την προηγούμενη βραδιά. Ο βοριάς λυσσομανούσε, το σκοτάδι ήταν πηχτό και το κρύο, αφόρητο. Οι σκοποί βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους. Από τις κουβέντες τους, όμως, ήταν ολοφάνερο πως ήταν επηρεασμένοι από τις ιστορίες των φιδιών και της θαλάσσιας λάμιας και ότι, αν δοκίμαζαν την παραίσθηση ότι έβλεπαν ξαφνικά τα φίδια εμπρός τους, ήταν σίγουρο πως θα πετούσαν τα όπλα τους και θα το έβαζαν στα πόδια.
Ο Αξιωματικός πάσχιζε να τους τονώσει το ηθικό, αλλά και ο ίδιος είχε πια επηρεαστεί. Την ώρα, μάλιστα, που ανέβαινε στη σκοπιά του τείχους, είχε την εντύπωση ότι άκουσε δαιμονισμένους συριγμούς και αλλόκοτα αγκομαχητά. Είχε φτάσει πλέον στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ο διπλοσκοπός φώναξε: “Αλτ! Τις ει;” και πρότεινε το όπλο του. Ο Αξιωματικός δεν πρόλαβε να δώσει την απάντηση που έπρεπε κι αμέσως, ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό και μια διαβολική συναυλία σφυριγμάτων. Ο φόβος εκτόξευσε αυτομάτως το δηλητήριό του στην καρδιά του. Προσπάθησε, όμως, να τον αποτινάξει κι έβγαλε το όπλο του.
Κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε τίποτε. Αλλά, αίφνης, δέχτηκε ένα τρομερό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και σωριάστηκε πάνω στο τείχος. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Καθώς έπεφτε, ξέφυγε το όπλο από τα χέρια του κι έπεσε κάτω από το τείχος. Κατά περίεργο τρόπο, δεν έπεσε μέσα στην τάφρο, αλλά πάνω σ’ έναν βράχο και όπως ο Αξιωματικός είχε μετατοπίσει την ασφάλεια, εκείνο εκπυρσοκρότησε.
Αμέσως τα απαίσια εκείνα ουρλιαχτά και τα σφυρίγματα δυνάμωσαν και πατήματα αντήχησαν στις σκάλες και στο τείχος, σαν γοργοί βηματισμοί ανθρώπων που έτρεχαν αλλόφρονες. Τότε, μια άγρια κραυγή έκοψε τη νύχτα σε χίλια δυο κομμάτια.
https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το Κάστρο του Ρίου, λοιπόν, πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους και μέχρι το 1926, χρησίμευε ως στρατιωτική φυλακή και ταυτοχρόνως, ως φυλακή βαρυποινιτών. Αυτό και το Παλαμήδι ήταν τα δύο ονόματα, που είχαν στο στόμα, όσοι βρέθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας και όσοι ήταν τόσο επικίνδυνοι, ώστε να λαμβάνονται γι’ αυτούς μέτρα φρούρησης.
Όποιος περνούσε τη γέφυρα, που ήταν ριγμένη πάνω από την τάφρο, μπορούσε να ήταν βέβαιος ότι δεν είχε καμιά απολύτως πιθανότητα να δραπετεύσει, είτε εξαπατώντας τους φρουρούς, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Από τη μια, τα πανύψηλα στιβαρά τείχη με τις πυκνές σκοπιές και την απαραβίαστη τάφρο και από την άλλη, η θάλασσα, που απλωνόταν ολόγυρα και πάντα σχεδόν φουρτουνιασμένη ως το Αντίρριο αντίκρυ, απέκλειαν κάθε ενδεχόμενο και ελπίδα διαφυγής.
Αλλά ακόμη κι αν κάποιος κατόρθωνε να ξεγελάσει τους σκοπούς ή να διατρυπήσει τους τοίχους της φυλακής, πάλι δε θα κατάφερνε να ξεφύγει. Από την αυλή του κάστρου, για να φτάσει στα χωράφια και στα αμπέλια, που το περιέβαλαν τότε, θα έπρεπε να περάσει από αλλεπάλληλες πύλες, που τις φρουρούσε μέρα-νύχτα ο στρατός, πράγμα δηλαδή αδύνατο. Και πάλι, όμως, αν δοκίμαζε να φύγει από τη θάλασσα, η διαβόητη Λάμια του βυθού, δε θα του το επέτρεπε.
Όχι τόσο γιατί τα νερά ήταν βαθιά, αλλά γιατί στο σημείο εκείνο του Πατραϊκού Κόλπου, ανοιγόταν στον βυθό ένα αβυσσαλέο χάσμα, στο οποίο σημειωνόταν συνεχής δίνη. Υπήρχε μια τρομακτική “ρουφήχτρα”, έτοιμη να καταπιεί τον τολμηρό, που θα προσέγγιζε τα νερά της. Δεκάδες καταδίκων, που δούλεψαν για μήνες και χρόνους ολάκερους με έναν σουγιά, μια λίμα, για να κόψουν τα κάγκελα ενός παραθύρου ή με τα χέρια, για να αποσπάσουν τεράστιους βράχους και να ανοίξουν ένα στενό πέρασμα, που θα τους έβγαζε κάτω από τα υπόγεια στην ακρογιαλιά, αρπάχτηκαν από τη δίνη και χάθηκαν για πάντα.
Ήταν, λοιπόν, ήσυχοι οι φρουροί ότι και από τη μεριά της θάλασσας, οι κατάδικοι δεν μπορούσαν να έχουν καμιά ελπίδα δραπέτευσης και διαφυγής.
Το 1932 πια, τα κελιά των φυλακών απόμεναν αδειανά. Οι τρεις-τέσσερις άνθρωποι, που έμεναν τότε μες στο Κάστρο του Ρίου, το είχαν μεταβάλει σε στάβλους. Από το πρωί ως το βράδυ μπαινόβγαιναν τα κοπάδια των γουρουνιών, που είχαν κυλιστεί στις λάσπες, αλλά και πρόβατα και κότες, που ράμφιζαν ακατάπαυστα τη γη.
Έβλεπε, δηλαδή, κανείς μια αγροτική εικόνα, που αυτομάτως αυτοαναιρούνταν, μόλις σήκωνε τα μάτια του και αντίκριζε τις σκοπιές και τα βαριά επιβλητικά τείχη, που σαν γίγαντες ορθώνονταν στο γαλάζιο φόντο του ουρανού.
Μέσα στα μπουντρούμια του κάστρου, οι τοίχοι ήταν υγροί και καταπράσινοι από την υγρασία, ενώ η ανασφάλεια, που εκπορεύεται πάντα από το σκοτάδι των χώρων, ήταν το βασικό αίσθημα που κυριαρχούσε. Από τα φειδωλά παράθυρα κατέρρεε ένα φως μισακό, που δεν έφτανε ούτε για να οδηγηθεί κανείς ψηλαφώντας μέσα στο χάος εκείνο των στοών και των διαδρόμων.
Κι όμως, οι δυσοίωνοι εκείνοι τοίχοι ήταν κατάμεστοι από προσωπικές επιγραφές. Μια αλλόκοτη φιλολογία απλωνόταν με τη μορφή των στίχων. Οι κατάδικοι ή οι υπόδικοι δεν σκάλιζαν απλώς το όνομά τους, αλλά απαθανάτιζαν το πέρασμά τους από κει, χρησιμοποιώντας αυτοσχέδιες ρίμες. Ιδού μερικά ανάγλυφα παραδείγματα:
Είναι μεγάλη συμφορά
να βρίσκεσαι στο Ρίο,
να χάνεις την αγάπη σου,
χρονάκια είκοσι δύο.
Γεώργιος Κοκόρης, από τα Μεσόγεια Αττικής
Ένα άλλο παράδειγμα ήταν το εξής:
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου
που τα ‘χει διώξει παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.
Έχασα το σπιτάκι μου
για μια παλιογυναίκα
και στο μπουντρούμι κάθομαι
χρονάκια τώρα δέκα.
Δημήτριος Ανυφαντής, 1908
Μεταξύ των ιδιότυπων αυτών ποιητών, υπήρχαν και μερικά ενδοξότατα ονόματα, όπως του λήσταρχου Σκαρτσώρα, οι πέντε συγγενείς Κωστάκηδες, που απέδρασαν κατόπιν από το Παλαμήδι, όπου μεταφέρθηκαν και πολλοί ακόμα.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, πολλοί φρουροί είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς από τη θέση τους, χωρίς να ξέρει κανείς τι απέγιναν. Να ήταν άραγε αλήθεια ότι τους τύλιγαν ασφυκτικά τα καταραμένα φίδια της Κολάσεως, που έβγαιναν από τα υπόγεια του κάστρου και τους έσερναν στη φωλιά τους, για να τους καταβροχθίσουν με την ησυχία τους, όπως έλεγαν οι φυλακισμένοι, αλλά και οι φρουροί τους;
Μα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τι ήταν αυτά τα φίδια, παρά τα στοιχειά του κάστρου;
Αυτά έλεγαν και ξανάλεγαν οι κατάδικοι, έως ότου έφτασε και η ώρα να ανακαλυφθεί πώς εξαφανίζονταν οι σκοποί στρατιώτες και ποια ήταν ακριβώς τα στοιχειά του Κάστρου του Ρίου.
Επάνω από τις φυλακές και κατά μήκος των τειχών υπήρχαν σειρές σκοπιών, που προφύλασσαν τον χειμώνα τους φρουρούς από τη βροχή και τον άνεμο. Ο βοριάς, όταν ξεσπούσε στο στενό του Ρίου, βογκούσε σαν δαιμονισμένος και μπορούσε να παρασύρει κι άνθρωπο ακόμα, αν δεν είχε κάπου να ακουμπήσει και να προφυλαχθεί.
Μια νύχτα του Ιανουαρίου του 1906, ήταν η σειρά να φυλάξει σκοπός ένας νεαρός στρατιώτης από την Ακράτα, ένα γερό και θαρραλέο παλικάρι. Επειδή, όμως, τις προηγούμενες ημέρες είχαν σημειωθεί η μία μετά την άλλη δύο ανεξήγητες εξαφανίσεις φρουρών, τοποθετήθηκε και διπλοσκοπός. Έτσι, το νούμερο και για τους δύο στρατιώτες άρχισε κατά τις τρεις το πρωί.
Το κρύο τη νύχτα εκείνη ήταν φοβερό. Δε φυσούσε, αλλά η βραδιά ήταν παγωμένη και στη λάμψη του γεναριάτικου φεγγαριού, όλα είχαν μια αποκρυσταλλωμένη όψη θανάτου. Τα τείχη του κάστρου φάνταζαν σαν απειλητικοί τιτάνες και κάθε φορά που ο διπλοσκοπός κινούνταν πάνω στο τείχος, αστραποβολούσε η λόγχη του στο φεγγαρόφως.
Οι δύο στρατιώτες δεν είχαν διάθεση να ανταλλάξουν μήτε λέξη και ο καθένας τους, τη νύχτα εκείνη την παγερή, αποζητούσε με τις σκέψεις του τη θαλπωρή του σπιτιού του, το τζάκι, το χωριό του, τη γλυκιά μάνα του και το καλό φαΐ της.
Θα είχε περάσει κάπου μιαν ώρα, όταν:
-Τι είναι; είπε άξαφνα ο σκοπός.
-Τι άκουσες; ρώτησε ο διπλοσκοπός.
-Κάτι σαν σφυρίγματα νομίζω. Πρόσεξε!
Τα δυο παλικάρια έμειναν ακίνητα και πάσχιζαν να αφουγκραστούν τους μυστηριώδεις θορύβους της κρύας εκείνης νύχτας. Πράγματι, μες στη σιγαλιά ακούστηκε καθαρά κάτι σαν σφύριγμα, μα κάπου-κάπου τους φαινόταν ότι κατέφθανε στα αυτιά τους ο χαρακτηριστικός ήχος ενός πλάσματος να σέρνεται βαριά στο χώμα.
Τότε, ο διπλοσκοπός, με προτεταμένο το όπλο, προχώρησε στο τείχος. Στάθηκε ακίνητος και περίμενε. Δεν πέρασαν, όμως, πολλά δευτερόλεπτα και ένα σφύριγμα στριγκό, απαίσιο, ανατριχιαστικό υψώθηκε. Ο τρόμος παρέλυσε τα μέλη του. Ίσα που πρόλαβε να ψιθυρίσει: “Τα φίδια του κάστρου…”
Μέσα στη νύχτα κάτι άστραψε, όπως αστράφτει ο καθρέφτης, όταν βρεθεί λοξά στο φως κι ένα δεύτερο σφύριγμα, αγριότερο από το πρώτο, αντιλάλησε, ενώ όλοι οι ένοικοι του κάστρου άκουσαν τα διαπεραστικά ουρλιαχτά του σκοπού και κατόπιν, έφτασε στα αυτιά τους ο μακάβριος αχός ενός σώματος που πέφτει από ψηλά. Ένα στερνό σφύριγμα και ένα βαρύ σύρσιμο, που έσβηνε μακριά, ενώ τον σκοπό δεν τον ξαναείδε ποτέ κανένας.
Με το ξημέρωμα, λοιπόν, έπρεπε να αλλάξουν οι φρουροί στη σκοπιά του τείχους του κάστρου, όπου διαδραματίστηκαν όσα εξιστορήθηκαν στο προηγούμενο άρθρο μας.
Όταν, όμως, οι δύο άλλοι στρατιώτες, που θα αντικαθιστούσαν τους πρώτους, τουρτουρίζοντας από την παγωνιά του Γενάρη (του 1906), ανέβηκαν την πέτρινη σκάλα και έφτασαν στο τείχος, μάταια περίμεναν να ακούσουν το γνωστό “Αλτ” και το σύνθημα.
Αρχικά, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι συνέβαινε, αλλά γρήγορα διέκριναν έναν περίεργο μαυριδερό όγκο. Έσκυψαν και είδαν τον διπλοσκοπό σωριασμένο πάνω στο τείχος, αναίσθητο. Στη σκοπιά, όμως, ο άλλος φρουρός ήταν άφαντος. Κάλεσαν, τότε, στα όπλα και σε λίγο οι στρατιώτες, που αλλόφρονες προσέτρεξαν, μετέφεραν στον θάλαμο τον διπλοσκοπό, που δεν είχε συνέλθει ακόμα. Ο τρόμος που δοκίμασε και το φοβερό κρύο, τον είχαν βυθίσει σε μια νάρκη, από την οποία πέρασε πολλή ώρα για να ξυπνήσει.
Σε όλο αυτό το διάστημα, χιλιάδες εικασίες γίνονταν από τους Αξιωματικούς και τους στρατιώτες και ο καθένας τους εξηγούσε την αινιγματική εξαφάνιση του σκοπού όπως ήθελε. Οι περισσότεροι, όμως, μιλούσαν ψιθυριστά για τα απόκοσμα φίδια του στοιχειωμένου Κάστρου του Ρίου.
Μα, πέρασαν οι ώρες και κάποτε ο διπλοσκοπός βρήκε τις δυνάμεις του, αν και η ωχρότητα του θανάτου ήταν ακόμη χυμένη στο πρόσωπό του. Άνοιξε μόνο τα μάτια κι ευθύς, περίτρομος, τα έκλεισε σφιχτά, ουρλιάζοντας: “Τα φίδια! Τα φίδια…”
Οι στρατιώτες, που είχαν μαζευτεί ολόγυρά του, πάγωσαν. Πίστευαν όλοι τους στην ύπαρξη των καταραμένων εκείνων φιδιών, που φώλιαζαν στα άδυτα του κάστρου. Μάλιστα, ένας Αξιωματικός πλησίασε διστακτικά τον διπλοσκοπό και τον ρώτησε τι είχε πραγματικά συμβεί τη νύχτα πάνω στο τείχος. Και ο στρατιώτης, τρεμάμενος, με τον φόβο κατάφωρο στο βλέμμα του, άρχισε να λέει:
-Ήμουν σκοπός μαζί με το παλικάρι από την Ακράτα πάνω στο τείχος και είχε περάσει ήδη μια ώρα, όταν κι αυτός κι εγώ ακούσαμε μέσα στο σκοτάδι ένα απαίσιο σφύριγμα. Ήθελα να καλέσω στα όπλα, αλλά κέρωσα, σάστισα και πριν μπορέσω να κάνω ένα βήμα, είδα τα φίδια να προβάλουν στο τείχος.
-Τα είδες; τον ρώτησε δύσπιστος ο Αξιωματικός.
-Αν τα είδα! Ήταν τόσο μεγάλα, που το μισό τους κορμί, που σηκωνόταν πάνω από τη γη, περνούσε το ύψος του φυλακίου. Πόσα ήταν, δεν ξέρω… Ούρλιαζαν, όμως, σφύριζαν δαιμονικά κι ύστερα, τύλιξαν τον δυστυχή συνάδελφό μου και τον έσυραν μαζί τους στις βδελυρές φωλιές τους, που είναι στα υπόγεια του κάστρου.
-Άφησέ τα αυτά και πες μου, αν την ώρα που εξαφανίστηκε ο σκοπός, μήπως είπε κάτι, για να οδηγηθούμε στις έρευνές μας, είπε αυστηρότατα ο Αξιωματικός, φανερά φουρκισμένος.
-Ήταν τα φίδια! Τα κεφάλια τους ήταν μεγάλα σαν καρπούζια, ενώ τα μάτια τους πετούσαν αστραπές!
Ο Αξιωματικός αυτός, που ήταν ο αρχηγός της φρουράς του Κάστρου του Ρίου, συνοδευόμενος από δύο-τρεις άλλους Αξιωματικούς, ανέβηκε στο τείχος για επιτόπια έρευνα. Πολιτισμένος άνθρωπος και μορφωμένος καλά, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να παραδεχθεί ότι ήταν δυνατόν να ήταν το κάστρο στοιχειωμένο και να εξαφανίζονται οι σκοποί του από τα καταραμένα φίδια, που είχαν τις μιαρές φωλιές τους στα ανήλιαγα υπόγειά του.
Ο ήλιος είχε ανεβεί πια για τα καλά και έτσι, μπόρεσε να ερευνήσει σχολαστικά κάθε γωνιά της σκοπιάς και του τείχους, στο σημείο εκείνο στο οποίο διαδραματίστηκε, μέσα στην παγερή νυχτιά η σκηνή, που είχε ως συνέπεια τη μυστηριώδη εξαφάνιση του στρατιώτη. Έσκυψε εδώ, γονάτισε εκεί, κοίταξε τα αγκωνάρια του τείχους και το αποτέλεσμα της έρευνά του ήταν οι λιγοστές τούτες λέξεις, που εκστόμισε βαρύθυμα στους Αξιωματικούς, που τον συνόδευαν:
Βέβαια, αυτή η τρελή ιστορία με τα φίδια δεν είναι για μας. Κάτι άλλο συμβαίνει τόσον καιρό, που χάνονται έτσι αδικαιολόγητα οι στρατιώτες και σίγουρα, φταίνε οι κατάδικοι!
Έπειτα, εκείνη η μοναδική σταλαγματιά αίματος, που ξεχώριζε πίσω από το φυλάκιο, έλεγε τη δική της ιστορία, μα ποιος την άκουγε;
Ήρθε το βράδυ, αλλά ο χαμένος στρατιώτης παρέμενε χαμένος, άφαντος, σαν να τον κατάπιε η γης. Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, λήφθηκαν αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας και οι σκοποί πολλαπλασιάστηκαν και στο σημείο που εξαφανίστηκε ο σκοπός το προηγούμενο βράδυ, αλλά και εμπρός στις πόρτες των φυλακών των βαρυποινιτών.
Στο Κάστρο του Ρίου, όμως, δεν υπήρχε ένα μονάχα κτίριο φυλακών, αλλά κι ένα ακόμη, στην αντίθετη πλευρά και ένα ξεχωριστό διαμέρισμα εντός του κάστρου, προς το μέρος της θάλασσας. Σε αυτό, η φρούρηση, χωρίς να ήταν χαλαρή, δεν ήταν και τόσο αυστηρή, όσο στα υπόλοιπα τμήματα του χώρου. Και τούτο, διότι ήταν αδύνατο από τη θάλασσα να διαφύγουν οι κατάδικοι, έστω κι αν κατόρθωναν να βγουν στην ακρογιαλιά.
Τρεις στρατιώτες, σε μια έκταση τριακοσίων μέτρων, φρουρούσαν την παραλία. Η νύχτα, όμως, δεν ήταν φεγγαρόλουστη, όπως η προηγούμενη. Η σελήνη ήταν διαρκώς κρυμμένη πίσω από τα σύννεφα κι αν καμιά φορά πρόβαλλε, οι ακτίνες της ήταν ανήμπορες, χτικιάρικες, αναιμικές.
Ο βοριάς, αδυσώπητος τύραννος της νύχτας, ούρλιαζε και εξακόντιζε πελώρια κύματα, που έσπαγαν παταγωδώς πάνω στην ακτή. Και ήταν τόσος ο σάλαγος, που οι φωνές των σκοπών χάνονταν και σβήνονταν, σαν να μην είχαν αρθρωθεί ποτέ.
Ένας από τους στρατιώτες πλησίασε και ακούμπησε στον τοίχο του κάστρου. Πίσω του ακριβώς ήταν ένα μεγάλο κιγκλιδόφραχτο παράθυρο, που χρησίμευε για τον εξαερισμό ενός μεγάλου μέρους του διαμερίσματος των φυλακών.
Εκεί έμεινε κουκουλωμένος, όσο μπορούσε καλύτερα, να κοιτάζει τη θάλασσα, που άφριζε στο βάθος, να αφουγκράζεται το μουγκρητό της και το αλύχτισμα του ανέμου. Αν δεν κυριευόταν από την αλλοπαρμένη αυτή μουσική, δε θα πάθαινε αυτό, που όντως έπαθε δύο λεπτά μόλις μετά. Αλλά, κυριεύθηκε σύσσωμος από την αλλόκοτη μουσική κι έμεινε ασάλευτος. Και τότε, μέσα από τη φυλακή, κάποιο χέρι οπλισμένο μ’ ένα πελώριο δίκοπο μαχαίρι, προτάθηκε και με αφάνταστη δύναμη το κάρφωσε στον τράχηλο του στρατιώτη.
Ο δύσμοιρος σκοπός έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και έπεσε με το πρόσωπο στην άμμο της ακρογιαλιάς. Την ίδια ακριβώς στιγμή, πολλά άλλα χέρια άρχισαν να βγάζουν μια-μια τις διπλές σιδερένιες κιγκλίδες του παραθύρου, που τις είχαν φαίνεται λιμάρει από πριν και σε λίγα λεπτά, πέντε κατάδικοι πηδούσαν στην ξηρά. Γύρισαν, κοίταξαν ολόγυρα και άρχισαν να σέρνονται στην άμμο, μέσα στο πηχτό έρεβος. Οι δύο άλλοι σκοποί δεν πήραν είδηση. Ο βοριάς ούρλιαζε πάντα και δεν μπόρεσαν να ακούσουν τίποτε.
Οι πέντε κατάδικοι έφτασαν έρποντας ως τη θάλασσα, αλλά ο ένας σκοπός τους αντιλήφθηκε την ύστατη στιγμή και άρχισε να πυροβολεί. Όλοι οι σκοποί ξεσηκώθηκαν και πυροβολούσαν κι εκείνοι προς το μέρος τους. Μα, καμιά σφαίρα δεν τους πέτυχε κι έτσι, οι δραπέτες ρίχτηκαν στα νερά και απομακρύνονταν, κολυμπώντας με όλη τους τη δύναμη. Ώσπου έφτασαν μέχρι την πανίσχυρη δίνη, τη ρουφήχτρα κι έπεσαν στο κέντρο της. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα χάθηκαν για πάντα στα βάθη της θαλάσσιας αβύσσου.
Οι στρατιώτες, που έβλεπαν τη σκηνή από τα τείχη του κάστρου, έλεγαν χαμηλόφωνα και συνωμοτικά αναμεταξύ τους: “Τους κατάπιε η λάμια της θάλασσας και πάει, χάθηκαν κι αυτοί…”
https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το Μπούρτζι, το Παλαμήδι, το Κάστρο της Καλαμάτας, του Άργους και ένα σωρό άλλα, συνδέονται με τους ωραιότερους θρύλους και τις αιματηρότερες παραδόσεις, που άκουσε επί τόπου ο έγκριτος συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, Χρήστος Αγγελομάτης, ο οποίος επιμελήθηκε την ιστορία των “Στοιχειωμένων Κάστρων της Ελλάδας”.
Πρώτο, λοιπόν, στη σειρά έρχεται το Κάστρο του Ρίου, που παλαιότερα χρησίμευε ως φυλακή των βαρυποινιτών. Τα τείχη του, οι επάλξεις του, οι προμαχώνες του συνδέονται με συγκλονιστικές ιστορίες, όπως η ιστορία του Πύργου του Αράπη, για την οποία ήδη ξεκινήσαμε να την ξετυλίγουμε στο προηγούμενο άρθρο μας.
Ο πύργος αυτός ήταν ένα τρομακτικό απομονωμένο κτίσμα, μέσα στα άλλα κτίσματα του κάστρου, στον οποίο για να εισέλθει κάποιος, θα έπρεπε να συρθεί στα γόνατα. Στον Πύργο του Αράπη ζούσε, κατά τους θρύλους, ένα αόρατο πλάσμα, ένα θανατερό στοιχειό, που εξαφάνιζε κάθε άνθρωπο, που θα τολμούσε να παραβιάσει το άσυλό του. Και ήταν, πράγματι, πολλοί εκείνοι, τους οποίους εξαφάνισε και ανάμεσά τους μια κοπέλα είκοσι χρόνων, την ιστορία της οποίας αφηγήθηκε, εντός του πύργου, στον Χρήστο Αγγελομάτη, ένας γέρος τσομπάνος. Ο υπέργηρος αυτός Πελοποννήσιος, αφού ζωγράφισε την ομορφιά της κοπέλας με τα πλέον φωτεινά χρώματα, συνέχισε τη μοναδική ιστορία του.
Στους τοίχους του ολοστρόγγυλου πύργου, η φλόγα του κεριού εξακολουθούσε να γράφει τα πιο παράξενα σχήματα, την ώρα που τρεμουλιάρικη και βαριά η φωνή του γέρου βοσκού δεν έπαυε, μέσα στη σιγαλιά, να λέει την ιστορία της εύμορφης κοπέλας, που θάρρεψε να μπει στον πύργο, για να μην ξαναβγεί ποτέ της.
Τα μάτια της αλλόκοτης αυτής ομήγυρις, του δημοσιογράφου, των συνεργατών του και του τσομπάνη δηλαδή, είχαν πια συνηθίσει στο μισοσκόταδο και δεν έμενε καμιά λεπτομέρεια, που να μην τη διακρίνουν πλέον. Οι πελώριες τετράγωνες πέτρες ήταν τόσο καλά συνταιριασμένες, που ούτε έστω και μια αχτίδα του ήλιου δεν εισέβαλε ποτέ εκεί μέσα. Στην οροφή, ένας σιδερένιος κρίκος χρησίμευε για να κρεμιέται το φανάρι, ώστε να εξορίζει το σκοτάδι και την αγριάδα των δέσμιων ψυχών. Δύο άλλοι κρίκοι, οι οποίοι κρέμονταν χαμηλότερα, είχαν άλλη χρήση, καταραμένη. Σ’ αυτούς δένονταν οι δυστυχισμένοι κατάδικοι ή οι αιχμάλωτοι, προτού τουφεκιστούν. Ποιος μπορεί να ξέρει την πικρή τους ιστορία;
Ο γέρος βοσκός συνέχιζε να αφηγείται:
Εδώ κοντά ζούσε ένας αφέντης, πλούσιος όσο και ο βασιλιάς που εξουσίαζε τον τόπο και καλός, όσο και οι Μοίρες που μας παραστέκουν, όταν γεννιόμαστε. Κανέναν δεν είχε άλλον στον κόσμο, εκτός από τη μονάκριβη κόρη του, την Αρετή και γι’ αυτήν θα μπορούσε και την ψυχή του να δώσει ακόμα, για να μην πέσει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της καταγής.
Ο τσομπάνος στάθηκε για λίγο αμίλητος. Η φαντασία του θα του έφερνε σίγουρα στα μάτια την εικόνα της όμορφης Αρετής, όπως του τη ζωγράφισαν άλλοι και τα βλέμματα όλων ταυτοχρόνως καρφώθηκαν πάνω στο γυναικείο πάτημα, απομεινάρι χρόνων ολάκερων, ολόγυρα από το οποίο κάθονταν μουδιασμένοι και το κοίταζαν άφωνοι και σκεπτικοί. Ήταν ένα τόσο δα μικρούλικο πάτημα και από αυτό μπορούσε εύκολα ο καθένας τους να φανταστεί το λεπτό πόδι της ωραιότατης κόρης, που δεν ξαναείδε το φως του ήλιου και δε χάρηκε ποτέ τη νιότη της.
Όλη η συντροφιά κατακλύστηκε από το δέος, που νιώθει κανείς μέσα στα παλιά κάστρα, αλλά ακόμη περισσότερο στον ζοφερό Πύργο του Αράπη, όπου δεν μπορούσε να δει κανείς τίποτε άλλο πέρα από τα τεράστια αγκωνάρια των τοίχων, τους τρεις σκουριασμένους σιδερένιους κρίκους και τον γέρο τσομπάνο, που, ωχρός και τρεμάμενος, εξακολουθούσε να λέει συνεπαρμένος την ιστορία του. Το ανοιχτό πουκάμισο της φουστανέλας που φορούσε, άφηνε να φαίνεται ο δυνατός του θώρακας και από τον σκούφο του έπεφταν πυκνά στον τράχηλό του τα κάτασπρα μακριά μαλλιά του. Τα μάτια του, που είχαν αποτραβηχτεί μέσα στις κόγχες τους με το πέρασμα των χρόνων, εξέπεμπαν, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, περίεργες αναλαμπές, ενώ τα δάχτυλα των χεριών του χώνονταν άτσαλα και νευρικά στο σιλέφι του, τη δερμάτινη ζώνη του, που συγκρατούσε τη φουστανέλα του. Οι λέξεις του έπεφταν βαριά, μια-μια μέσα στη σιγή και ηχολογούσαν αλλόκοτα:
Μα, αν ο γέρος αφέντης αγαπούσε την κόρη του κι αυτή, με τη σειρά της, αγαπούσε ένα παλικάρι. Ο έρωτας δεν κατέχει χρόνια και εμπόδια. Αγαπούσε ένα φτωχό τσομπανόπουλο, που έβοσκε τα πρόβατά του γύρω από το αρχοντικό του πατέρα της και που ερχόταν καμιά φορά και μέσα στα υποστατικά του. Πώς κατόρθωσαν να συναντώνται, πώς πρωτομίλησαν, κανείς δεν το ξεύρει. Όμως, η αλήθεια είναι ότι βλέπονταν τακτικά και κάποτε έφτασαν και ως το κάστρο, που τότε το είχαν πια εγκαταλείψει οι Βενετσιάνοι. Δεν έμενε άνθρωπος σ’ αυτό και όταν πλησίασαν και πέρασαν την τάφρο από το γεφύρι, που σήμερα είναι καταγκρεμισμένο, βρέθηκαν μέσα στα τείχη του και περιπλανιόνταν βουβοί από θαυμασμό. Έφτασαν, τέλος, και στον Πύργο του Αράπη και τότε, σκέφτηκαν ότι μέσα σ’ αυτόν θα μπορούσαν να έχουν ένα ασφαλισμένο καταφύγιο για τον απαγορευμένο έρωτά τους. Εκείνη την περίοδο ακόμα, τα χώματα δεν είχαν αποκλείσει την υψηλή του είσοδο και δεν χρειαζόταν να συρθούν στα γόνατα, για να τρυπώσουν. Μα, αίφνης κατάλαβαν πως η ώρα ήταν περασμένη και αποφάσισαν την επόμενη φορά που θα αντάμωναν, θα συζητούσαν πώς θα προστάτευαν την αγάπη τους μέσα στην απομόνωση και στη σιγή του πύργου.
Ο τσομπάνος σώπασε και πάλι. Πλησίαζε να πει πώς χάθηκε η όμορφη κοπέλα, μα ένας ελαφρύς τρόμος έκανε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει γοργά και τα χείλη του απέκτησαν την ασπράδα του χαρτιού. Μια ανάερη πνοή συνέχιζε να παιχνιδίζει με τη φλόγα του κεριού κι εκείνος κίνησε και πάλι να λέγει:
Την ημέρα που θα αντάμωναν, το τσομπανόπουλο έφτασε πρώτο στον Πύργο του Αράπη, κάθισε και περίμενε γεμάτος περιχαρή αδημονία. Σε λίγο, να σου και η Αρετή. Ντυμένη κατάλευκα, φάνηκε σαν μια νεράιδα στη γέφυρα της τάφρου κι από εκεί προχώρησε προς τον Πύργο του Αράπη, ανάλαφρη σαν την αγνή νιφάδα του χιονιού. Αστραφτοκοπούσε από χαρά και τα μάτια της ήταν δυο ήλιοι, που θάμπωναν με το φως τους εκείνον που τα αντίκριζε. Μέσα στον πύργο μπήκε πρώτη η Αρετή και ευθύς κατόπιν, το τσομπανόπουλο. Μα, τότε…
Το χέρι του γέρου βοσκού ανέβηκε και σχημάτισε το σημείο του σταυρού, η φωνή του γίνηκε βραχνή και η συντροφιά, που κρεμόταν από τα πανιασμένα χείλη του, γυρνούσε και κοιτούσε τους άψυχους και βλοσυρούς εκείνους τοίχους, σαν να περίμεναν πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετιόταν το φοβερό στοιχειό του αιματοκυλισμένου πύργου, έτοιμο να τους καθηλώσει μονάχα με μια απειλητική του ματιά. Το βλέμμα τους καρφώθηκε και πάλι σε εκείνο το παλιό ίχνος της ντελικάτης γυναικείας πατημασιάς.
Ο γέρος βοσκός, αφού τράβηξε μια γερή ρουφηξιά αέρα, για να καθαρίσει τον λαιμό του, που του είχε κατακαθίσει ένας λυγμός συγκίνησης, εξακολούθησε:
Και τότε, εκείνο που έγινε στον Πύργο του Αράπη, εδώ στο Κάστρο του Ρίου, είναι αφάνταστο και τρομερό! Ο πύργος πλημμύρισε από απόκοσμους σκοπούς, από σφυρίγματα σαν της οχιάς, από βουητά σαν της κόλασης, από ουρλιαχτά σαν του δαίμονα, σαν να θρασομανούσαν όλοι οι άνεμοι μαζί ανταριασμένοι. Και η βοή, που στην αρχή φαινόταν να έρχεται από πολύ μακριά, ολοένα και σίμωνε, ως ότου ξέσπασε ακέραια μέσα στον πύργο. Εκείνη τη στιγμή, έσκασε μια αστραπή, ικανή να τυφλώσει κάθε άνθρωπο κι αμέσως μετά, μια ανατριχιαστική σιωπή σκέπασε, σαν νεκρικό σάβανο, όλα τα βουητά κι όλα τα ουρλιαχτά, που αλυχτούσαν μανιασμένα.
Η Αρετή στεκόταν σε τούτη τη γωνιά, που καθόμαστε εμείς τώρα, με κομμένη την ανάσα από τον φόβο. Πλάι της ήταν και ο αγαπημένος της, που μούγκριζε από τον πόνο που ένιωσε στα μάτια, μόλις έσκασε σαν οβίδα η αστραπή.
Μες στη σιγαλιά, μια φωνή ορθώθηκε: “Αυτόν τον πύργο δε βρέθηκε άνθρωπος να τον πατήσει, δίχως να τιμωρηθεί. Το ίδιο θα τιμωρηθείτε και εσείς!”
Η φωνή τούτη δε θύμιζε ανθρώπινη λαλιά, αλλά μουγκρητό θηρίου. “Προχωρήστε στην πόρτα αμέσως!” τους ούρλιαξε προστακτικά. Ευθύς η Αρετή και το τσομπανόπουλο προχώρησαν προς την πόρτα, χωρίς, όμως, να ορίζουν τα ίδια τους τα πόδια. Υπάκουσαν στη θέληση του άγριου εκείνου πλάσματος, που είχε στην απόλυτη κατοχή του τον πύργο.
Τότε, ο γέρο βοσκός πρότεινε στη συντροφιά του, που κρέμονταν από τα χείλη του περιμένοντας εναγωνίως τη συνέχεια της εξιστόρησης, να βγουν έξω από τον πύργο, για να πάνε στα ίδια μέρη, όπου εξαφανίστηκε η όμορφη Αρετή. Έπρεπε να συνεχίσουν, ενόσω ήταν ακόμη μέρα.
Βρέθηκαν και πάλι στα γόνατα και σε λίγα δευτερόλεπτα έπεσε πάνω τους ζεστό το ευοίωνο φως του ήλιου. Ένας ήλιος ολόλαμπρος ξόδευε σπάταλα το πλέριο χρυσάφι του και από τις λεύκες της αυλής του Κάστρου του Ρίου περνούσε ελπιδοφόρα το πιο γλυκό φθινοπωρινό τραγούδι.
Ο γέρος βοσκός γνώριζε καλά τα κατατόπια του κάστρου και οδήγησε τη συντροφιά του δημοσιογράφου Χρήστου Αγγελομάτη ανάμεσα στα τείχη, στα χαλάσματα, στους προμαχώνες, έως ότου έφτασαν σε αυτό καθ’ εαυτό το κυρίως κάστρο. Θεόρατοι σε ύψος ορθώνονταν οι τοίχοι, που είχαν τριών μέτρων πάχος και τους κάλυπταν οροφές, επάνω από τις οποίες στέκονταν οι επάλξεις και οι ντάπιες. Το βήματά τους στο αποσκληρυμένο χώμα ανέδιδαν βαρείς ήχους, που γέμιζαν τους θαλάμους και τους διαδρόμους, που διέσχιζαν.
Έτσι, έφτασαν και σ’ έναν θάλαμο με φοβερά μπουντρούμια ολόγυρα στους τοίχους. Και το αντίκρισμά τους μόνο δάμαζε την καρδιά. Από τους στενούς φεγγίτες των τοίχων, ένα ανήμπορο φως ξεχυνόταν δειλά και μια οξεία απόπνοια πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολυκαιρίας και της εγκατάλειψης.
Ο γέρος βοσκός είπε ξέπνοα, ψιθυριστά:
Εδώ οδήγησε ο Αράπης του Πύργου την Αρετή και τον αγαπημένο της κι εδώ χορεύθηκε ο χορός εκείνος της Κόλασης, ο Εφταπάρθενος χορός…
Σε αυτό το τρίτο μέρος της ιστορίας, διαδραματίστηκαν τα εξής:
Καθώς περπατούσαν μέσα στα τείχη του κάστρου, η ετερόκλητη συντροφιά ακολούθησε έναν διάδρομο, που κατευθυνόταν ανάμεσα από τον λαβύρινθο των υπογείων, κατηφορίζοντας ολοένα προς τη μεγάλη πύλη, που ήταν η μοναδική έξοδος του φρουρίου προς τη θάλασσα. Και ήταν τόσο μακρύς εκείνος ο διάδρομος, που το φως των κεριών, που έσφιγγαν στα χέρια τους, δεν κατόρθωνε να σκορπίσει σ’ ολόκληρο το μήκος του. Τρεμούλιαζε και έσβηνε στο βάθος. Και εκεί, καταμεσής του διαδρόμου, ένα μπουντρούμι φάνηκε και στον πολυχρονισμένο πέτρινο τοίχο του, δέσποζαν βασανιστικά οι τρεις σιδερένιοι κρίκοι.
Μα, εκείνο που τους έδεσε τα πόδια στη γη, ανίκανοι να σύρουν τα βήματά τους, με στόμα ανοιχτό, αδειανό από λόγια, ήταν η αποτρόπαια θέα ενός σκελετού. Ένας ανθρώπινος σκελετός, που, μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος… Είχε δεθεί στον τοίχο, για να τιμωρηθεί για τα κρίματά του, ενδεχομένως. Πέθανε ο δύστυχος και κανείς δε νοιάστηκε να τον θάψει ή έστω, να τον πετάξει στη θάλασσα. Παρά απόμεινε εκεί, να λιώνει αργά-αργά, ίσως για να θυμίζει τη μαύρη εκείνη εποχή, που η ζωή του ανθρώπου άξιζε όσο κι ένα βενετσιάνικο φλουρί και τίποτε άλλο…
“Ας φύγουμε…” ίσα που ψιθύρισε κάποιος από τη συντροφιά, που ερευνούσε το κάστρο. Κανείς τους δεν έφερε αντίρρηση. Προσπέρασαν τον σωρό από τα σκορπισμένα οστά και επέστρεφαν πια πίσω στον μεγάλο θάλαμο, όπου θα τους συνέχιζε ο γέρος βοσκός την αιματοβαμμένη ιστορία του. Τεράστιοι ποντικοί έτρεχαν ανάμεσα στους τοίχους και οι οφθαλμοί τους λαμπύριζαν ξέφρενα μες στο ημίφως, ενώ πελώριες αράχνες ακροβατούσαν εδώ κι εκεί πάνω στους ασημένιους ιστούς τους. Η αγωνία, που ελλόχευε στις ανταριασμένες τους ψυχές, γιγαντωνόταν καθώς περνούσαν οι ώρες.
Στον μεγάλο θάλαμο, ο υπέργηρος τσομπάνος κάθισε πάνω σ’ ένα κομμάτι μαρμάρου. Ολόγυρα, τα μπουντρούμια κατασκότεινα, ανήλιαγα, απειλητικά, έκαναν τον καθένα τους να βάζει με τον νου του χίλιες τρομακτικές ιστορίες. Μπάλες σιδερένιες ήταν σκορπισμένες τριγύρω κι άλλες μαρμάρινες, αυτές που στην επίσημη γλώσσα χαρακτηρίζονταν τότε ως όλμοι.
Ο γέρος τσομπάνης, κέρινος, σκιασμένος, συνέχισε την ιστορία του. Η φωνή του αντιλαλούσε στον θολωτό θάλαμο και όλη αυτή η σκηνή, σαν βγαλμένη από αρχαία τραγωδία, είχε κάτι το μυστηριακό και το φανταστικό, σχεδόν παραμυθένιο. Είπε, λοιπόν:
Εδώ έφτασε η Αρετή και το τσομπανόπουλο, οδηγημένοι από τη θέληση του φοβερού στοιχειού, που κατοικούσε στον Πύργο του Αράπη. Οι δυο ερωτευμένοι λούφαξαν σε μια γωνιά και περίμεναν. Δεν έβλεπαν κανέναν κι όμως, δεν μπορούσαν ούτε να κουνηθούν, ούτε να ξεμακρύνουν. Μα, ούτε μια λέξη δε γινόταν να αρθρώσουν, όσο κι αν πάσχιζαν, μιας και ούτε το ίδιο τους το στόμα δεν τους υπάκουε πλέον.
Άξαφνα, μια μελωδία μελιστάλαχτη πλημμύρισε τον θάλαμο και άστραψε ένα υπέρλαμπρο φως και ευθύς, εφτά παρθένες, στολισμένες με λευκά πέπλα αναφάνηκαν, χωρίς να ξέρει κανείς από πού προήλθαν. Άρχισαν να λικνίζονται λάγνα και να σχηματίζουν έναν χορό μυστηριακό, τον Εφταπάρθενο Χορό. Πόση ώρα άραγε; Ποιος ξέρει να το πει…
Όταν, όμως, ολοκλήρωσαν τον μαγικό χορό τους, ξάφνου έσβησαν και χάθηκαν στο πουθενά, από το οποίο, άλλωστε, προήλθαν. Οι δυο ερωτευμένοι νέοι απέμειναν εκστατικοί, όσο και τρομοκρατημένοι. Τότε, ακούστηκε απότομα η απόκοσμη φωνή του αόρατου Αράπη του Πύργου: “Ακολουθήστε με!” τους πρόσταξε.
Οι δυο νέοι πήραν τον διάδρομο που οδηγούσε προς τη θάλασσα. Η βαριά σιδερένια πόρτα ήταν σφαλιστή και κλειδαμπαρωμένη, αλλά άνοιξε μονάχη της, σαν να υπάκουσε σε άναρθρη εντολή. Αν και ήταν μέρα, ξάφνου βαθύ και πηχτό σκοτάδι είχε απλωθεί στη θάλασσα.
-Τι ώρα είναι; ρώτησε η αγριεμένη φωνή του Αράπη.
-Η ώρα της ξωθιάς, αποκρίθηκε μια άλλη φωνή, προερχόμενη από τη θάλασσα και κάτι λευκό αχνοφάνηκε στα νερά.
-Προχώρησε, Αρετή, διέταξε και πάλι ο Αράπης.
Και η Αρετή προχώρησε στα νερά σαν υπνωτισμένη και φάνηκε να μένει ανάερη για λίγο, μετέωρη, δίχως τα πόδια της να αγγίζουν πουθενά, μέχρις ότου πάει, εχάθη η όμορφη κοπέλα. Άνοιξε η θάλασσα και την κατάπιε μονομιάς.
Την ίδια στιγμή, μια φωνή, κατάμεστη από τον πιο μεγάλο πόνο, αντήχησε ολόγυρα στο Ρίο. Το ερωτευμένο τσομπανόπουλο έμεινε μονάχο του. Να μιλήσει δεν μπορούσε, μήτε να σαλέψει, μέχρις ότου ο Αράπης τον πρόσταξε κι αυτόν: “Τώρα θα πας στον κύρη της Αρετής και θα του πεις όλα όσα είδες κι όλα όσα άκουσες και μαζί θα πεις σε όλους πως εκείνος που πατά τον Πύργο του Αράπη, δεν ξαναβλέπει το φως του ήλιου”.
Κι όπως διατάχτηκε, έτσι κι έκαμε το δυστυχισμένο τσομπανόπουλο και αμέσως μετά, ο Αράπης τύφλωσε το δόλιο παλικάρι.
https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap