Η κ. Ευγενία Α. Κριεζή παραθερίζοντας στη Γλυφάδα είδε την παραμονή της επιστροφής τους στην Αθήνα το εξής όνειρο : Ότι ξαφνικά αντήχησαν τρομαγμένες φωνές «Νερό, νερό» και συγχρόνως είδε την μπόνα της Χαρίκλεια να σκύβει και να σηκώνει την διετή κορούλα της Φανούλα η οποία ήταν πεσμένη αναίσθητη με το κεφάλι γερμένο και τα χείλη μαυρισμένα. Συγχρόνως όμως της φάνηκε ότι άκουσε τα γειτονικά παγόνια του κ. Σιώμου να φωνάζουνε και εκείνα την ίδια κραυγή «Νερό, νερό». Ξύπνησε τότε τρομαγμένη νομίζοντας ότι τα παγώνια εξακολουθούσαν να φωνάζουν «Νερό, νερό» με την εντύπωση όμως, ότι δεν πρόκειται περί παγονιών αλλά περί αόριστων μαύρων δυσοίωνων πουλιών, προαγγέλλοντας δυστύχημα. Όταν ησύχασε απέδωσε το όνειρο και την προαίσθησή της στη φυσική ανησυχία κάθε μητέρας για τα παιδιά της, το πρωί όμως το διηγήθηκε στο σύζυγό της στη μπόνα και στην οικογένεια Φλώρου. Την ίδια μέρα επέστρεψαν στην Αθήνα. Εκεί εντύπωση έκανε σε όλους η καταφανής μελαγχολία της Φαννούλας και το πικρό χαμόγελο με το οποίο χαιρέτησε τη γιαγιά της κ. Μαθιοπούλου ώστε να της πουν : «Γιατί χαιρετάς μελαγχολικά τη γιαγιά σου;» Στο μεταξύ όμως επειδή το λουτρό λόγω της μετακόμισης δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί είπαν να ετοιμαστεί στην κουζίνα ένα μεγάλο δοχείο ζεστού νερού το οποίο και το έφεραν στο δωμάτιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα παιδιά ήταν στο κήπο και έπαιζαν, όταν ανέβηκαν στο δωμάτιο ο κ. Κριεζής είπε να τα πάρουν από εκεί προκειμένου να λουστούν χωριστά. Όντως τότε η κ. Κριεζή έβγαλε μόνη της το μεγαλύτερο και είπε στη μπόνα της να πάρει την Φαννούλα. Την στιγμή όμως ακούει να φωνάζουν τρομαγμένα : «Νερό, νερό», και γυρίζοντας την είδε να σκύβει και να σηκώνει με γερμένο το κεφάλι την μικρούλα, ακριβώς, με φωτογραφική λεπτομέρεια, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια την στάση του ονείρου. Η Φαννούλα παίζοντας κοντά στο δοχείο έπεσε μέσα στο ζεματιστό νερό Το όνειρο είχε συντελεστεί και το παιδί πέθανε έντεκα ώρες από κυάνωση λόγω των εγκαυμάτων.