Το αληθινό αυτό περιστατικό έγινε γύρω στα 1840. Ο μοναχός Μακάριος ασκούνταν έχοντας ως Γέροντα τον άγιο Ιλαρίωνα τον Γεωργιανό (†1864) στο Κελλί των Αρχαγγέλων κοντά στην Μονή Ιβήρων. Παραδόθηκε τελείως στην υπακοή, μη έχοντας θέλημα, και αφέθηκε στα χέρια του.

 

 

Ενεργούσε με σπάνια αυτοθυσία, αλλά από τους υπερβολικούς αγώνες μετά από οκτώ χρόνια αρρώστησε από φυματίωση και και υπέφερε πολύ. Κατά το όνομά του (Μακάριος), μακάριο ήταν και ο τέλος του.

 

Λίγο πριν ξεψυχήσει, το πρόσωπό του έλαμψε με ασυνήθιστη λάμψη, η οποία διαρκώς γινόταν εντονότερη, φωτίζοντας ακόμη και τον χώρο του κελλιού. Το βεβαίωσαν όλοι όσοι παραβρέθηκαν στην κοίμησή του.

 

Ο Μακάριος, αστράπτοντας από χαρά, είπε:

– Ήλθαν άγγελοι, όσιοι πατέρες, μάρτυρες, ομολογητές, άγιοι και προφήτες.

Και σε λίγο:

– Να, και αυτή η Κυρία Θεοτόκος!

Το φως ήταν τόσο λαμπερό, που τα μάτια δεν μπορούσαν να το υποφέρουν. Οι παρόντες τον κοίταζαν με δέος και κάποια στιγμή άκουσαν:

– Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός!

 

Όλοι έπεσαν πρηνεις, ενώ ο Μακάριος συνέχισε απευθυνόμενος στον Γέροντα.

– Πάτερ, συγχώρησέ με και ευλόγησέ με, επειδή με παίρνουν από εδώ.

Με τα λόγια αυτά η ευλογημένη και ολόφωτη ψυχή του πέταξε στους ουρανούς και το φως που φώτισε όλη την έρημο σιγά-σιγά έσβησε.

 

Όλοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, που τόσο πλούσια ελέησε τον δούλο Του για την ανυπόκριτη υπακοή και την εκκοπή του θελήματός του.

 

Το τέλος του μαρτυρούσε και την βαθιά σοφία του αγίου Ιλαρίωνα, που σύντομα τον οδήγησε σε πολύ υψηλά πνευματικά μέτρα.

(από το βιβλίο: Ιερομονάχου Αντωνίου, «Βίοι Αθωνιτών του ΙΘ΄ αιώνος», τόμ. Β΄, έκδ. Ι. Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια 1995, σελ. 72-73).

 

Έτσι δοξάζει ο Χριστός όσους δίνονται ολόψυχα σε Αυτόν, χωρίς να υπολογίζουν και αυτήν την ίδια την υγεία και την ζωή τους.

 

Ο μοναχός Μακάριος είναι ένας άγιος της Εκκλησίας μας, από αυτούς τους Αγιορείτες που δεν τους ξέρει σχεδόν κανείς και που δεν αναγνωρίστηκαν επίσημα και επώνυμα, και πιθανόν δεν θα αναγνωριστούν ποτέ ως άγιοι.