Μιά μέρα, λοιπόν, πού τούς είχα ξαναεπισκεφθη, προχωρώντας γιά τό Κελλί τού Γερο - Φιλάρετου αίσθάνθηκα μιά άρρητη εύωδία! Μόλις άνοιξα τήν πόρτα τού Κελλιοϋ του, ένιωσα πιό δυνατή τήν εύωδία. Τί νά Ιδώ όμως; Τό καημένο τό Γεροντάκι πεσμένο κάτω καί σφηνωμένο έτσι πού δέν μπορούσε ούτε νά σηκωθή, άλλά ούτε καί νά άναπνεύση. Τό σήκωσα άρχισε σιγά - σιγά νά άναπνέη καί μέ νοήματα μού έδειχνε νά τό σκεπάσω.

Δέν τού είχε μείνει πιά αίμα, καί κρύωνε πολύ. Κι ένώ άνθρωπίνως θά έπρεπε νά βρωμάη τό πάτωμα καί όλόκληρος ο Γέροντας άπό τά ϋγρά πού έτρεχαν συνέχεια άπό τά πόδια του, έπειδή όμως είχε ευωδιασμένη ψυχή, όλα εύωδίαζαν.

"Οταν λοιπόν τόν είδα σ αύτή τήν κατάσταση, παρακάλεσα τόν Πατέρα Βαρθολομαίο νά μείνω στό Κελλί τους, γιά νά τούς βοηθήσω, άλλά έκεϊνος δέν δέχθηκε. Μού είπε νά πάω τήν άλλη μέρα, καί έτσι άναγκάστηκα νά έπιστρέψω στό Κελλί μου. 'Εκείνη όμως τήν νύχτα τί μού συνέβη! Τήν ώρα πού έκανα κομποσχοίνι γιά τό Μεσονκτικό, τί νά δώ!... Βλέπω τόν Γερο - Φιλάρετο μέ ένα φωτεινό πρόσωπο, ήλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, νά φεύγη στόν Ουρανό μέσα σέ ουράνιο φώς. Κατάλαβα άπ' αυτό ότι άνεπαύθη έν Κυρίω ή έξαγνισμένη του ψυχή. 'Ηταν 1-6-1975. 'Εκοιμήθη σέ ήλικία ογδόντα τριών χρόνων. Τήν εύχή του νά έχουμε. 'Αμήν.