"Ενας άλλος πάλι Γέροντας άπό τά «Βλάχικα» Κελλιά έρχόταν μέ βαρυχειμωνιά άπό τήν 'Αγία "Αννα γιά τό Κελλί του. Μόλις ξεμύτισε στήν κορυφή, τόν τύλιξε ή χιονοθύελλα, καί άναγκάστηκε νά γυρίση λίγο πίσω, γιά νά πιάση μιά άκρη σ' έναν βράχο, γιατί είχε νυκτώσει καί δέν τόν έπαιρνε ή ώρα νά έπιστρέψη στήν 'Αγία "Αννα. 'Εκτός τούτου χιόνιζε συνέχεια καί φυσούσε άέρας δυνατός. 'Εκεί λοιπόν πού είχε ακουμπήσει στόν βράχο καί τουρτούριζε, γιά μιά στιγμή, τήν νύχτα, ένιωσε κάποιον
νά τόν έχη άγκαλιασμένο καί αίσθάνθηκε πολύ ζεστά, άφού τόν πήρε καί γλυκός ύπνος. Τότε βλέπει τόν Πατέρα Δανιήλ νά τόν έχη άγκαλιασμένο μέ πολλή άγάπη. Τό πρωί πού φώτισε, ξύπνησε άπό τόν γλυκό του ύπνο καί σηκώθηκε νά φύγη, γιατί είχε σταματήσει ή χιονοθύελλα. Τί νά ίδή όμως! Παντού ήταν χιόνια, ένώ έκεί στόν βράχο είχαν λιώσει άπό τήν Θείκή έκείνη ζεστασιά πού σκόρπισε ο Πατήρ Δανιήλ! Τό Γεροντάκι θερμάνθηκε καί πνευματικά καί χαρούμενο πήγε στό Κελλί του δοξάζοντας τόν Θεό. 'Ο δέ Πατήρ Δανιήλ θερμαινόταν συνέχεια άπό τήν άγάπη τού Χριστού. Τήν εύχή του νά έχουμε. 'Αμήν.