"Αλλη φορά πάλι, ένας Γέροντας άπό τά γειτονικά Κελλιά, «τά Βλάχικα», είχε άρρωστήσει καί στήν πάθησή του εύρισκε λίγη άνακούφιση άπό τά άγγουράκια τά λίγο πικρά. "Οταν είχε έρθει ο χειμώνας, τού ξαναπαρουσιάσθηκαν πάλι οι πόνοι άπό τήν Ιδια άρρώστια, καί κατέβηκε στόν "Αγιο Παύλο, μήπως βρει στό Μοναστήρι έστω τουρσί άπό άγγουράκια νά δοκιμάση γιά τούς πόνους του, άλλά δυστυχώς δέν βρήκε. "Ετσι, στενοχωρημένος καί πονεμένος, άνέβαινε τόν άνήφορο άπό τήν 'Αγία "Αννα γιά τόν Σταυρό. 'Ενώ ήταν χειμώνας, καί δέν ύπήρχε ούτε τουρσί άπό άγγουράκια, τού παρουσιάζεται ό Πατήρ Δανιήλ ξαφνικά, τού άφήνει μπροστά του έξι - έπτά άγγουράκια φρέσκα καί φεύγει άμέσως! 'Ο άσθενής Γέροντας θαύμασε καί δόξασε τόν Θεό καί, μόλις έφαγε, θεραπεύτηκε μιά γιά πάντα. Αϋτή τήν φορά δ Πατήρ Δανιήλ έφερε άγάπη, εύλογία, άπό Θερμή χώρα πολύ μακρινή! ('Εκείνη τήν έποχή δέν ύmjρχαν Θερμοκήπια στήν 'Ελλάδα).