Στις 22 Νοεμβρίου του 1938, νωρίς το πρωί, μια σούστα (κάρο), πάνω στην οποία επέβαιναν οι Σπ. Σταμέλος, Νικ. Σταμέλος, η σύζυγός του Ευαγγελία και το αβάπτιστο τέκνο τους, ο Ν. Ζαλοκώστας και η σύζυγός του Κατίνα, ανετράπη, καθώς διερχόταν πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού Χαλικίδας, μέσω της δημοσίας οδού Χαλκίδας-Θηβών, λόγω αφηνιάσεως του αλόγου.

Αποτέλεσμα της ανατροπής αυτής υπήρξε ο τραυματισμός όλων των επιβαινόντων της σούστας. Σοβαρότερα είχαν τραυματιστεί ο Νικ. Σταμέλος, η γυναίκα του και το παιδί τους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας για νοσηλεία. Κατά τη γνώμη των ιατρών, ελάχιστες ελπίδες για τη διάσωσή τους υπήρχαν. Έτσι, το βρέφος βαπτίστηκε εσπευσμένα και πήρε το όνομα Νικόλαος.

Η Διοίκηση Χωροφυλακής Χαλκίδας επελήφθη των σχετικών ανακρίσεων, ώστε να εξακριβωθούν τα αίτια της ανατροπής της σούστας. Σύμφωνα με τους κατοίκους των γύρω περιοχών, όπου συνέβη το δυστύχημα, η αφηνίαση του αλόγου προκλήθηκε πιθανά από τα συρίγματα της αμαξοστοιχίας. Αυτό, όμως, δε θεωρήθηκε ως επαρκής εξήγηση, καθόσον, εκτός από τη σούστα, είχαν ανατραπεί στο παρελθόν, στο ίδιο ακριβώς σημείο, και αρκετά αυτοκίνητα.

Η μοιραία τοποθεσία, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό Χαλκίδας, όπου διαρκώς συνέβαιναν δυστυχήματα και για την οποία οι κάτοικοι πίστευαν ότι ήταν στοιχειωμένη. Διακρίνεται η ανατραπείσα σούστα, στην οποία επέβαιναν οι τραυματίες.Η μοιραία τοποθεσία, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό Χαλκίδας, όπου διαρκώς συνέβαιναν δυστυχήματα και για την οποία οι κάτοικοι πίστευαν ότι ήταν στοιχειωμένη. Διακρίνεται η ανατραπείσα σούστα, στην οποία επέβαιναν οι τραυματίες.

Στα δυστυχήματα αυτά που είχαν προηγηθεί, είχαν τραυματιστεί πολλά άτομα, άλλα ελαφριά και άλλα αρκετά σοβαρά, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους και άλλοι κατέληξαν σε φρενολογική κλινική, λόγω βαριάς εγκεφαλικής διάσεισης.

Τα αθρόα δυστυχήματα, στο ίδιο πάντοτε σημείο, αποτέλεσαν αφορμή να θεωρείται ο τόπος στοιχειωμένος και να πλασθούν γύρω του θρύλοι σκοτεινοί και δυσοίωνοι.

Ένας, μάλιστα, απ’ αυτούς έκανε λόγο για την άγρια δολοφονία ενός Αγά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, του οποίου το πτώμα το είχαν πετάξει οι δολοφόνοι του από την πλαγιά και το άφησαν εκεί να σαπίσει. Ο αδικοσκοτωμένος Αγάς, όπως τουλάχιστον πίστευαν οι κάτοικοι, είχε επιστρέψει, για να εκδικηθεί για τον αναίτιο και πρόωρο χαμό του.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 22/11/1938…