Στην εκκλησία της Παναγίας της Μονής Γηροκομείου, στην Πάτρα, το απόγευμα μίας Παρασκευής του Απριλίου του 1941 ψάλλονταν οι τελευταίοι Χαιρετισμοί προς τη Θεοτόκο, με μεγάλη κατάνυξη και ευλάβεια εν μέσω συρροής ευσεβών προσκυνητών.

 

Έξαφνα, από το βάθος του ναού ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή, που φώναζε, προκαλώντας ανατριχίλα στο ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες του πολέμου ποίμνιο: «Γονατίστε! Γονατίστε!»

 

Αμέσως, το πλήθος των εκκλησιαζομένων υπάκουσε στην αυθόρμητη προσταγή και γονυπέτησε μπροστά στον ιερέα. Έτσι, σε αυτή τη στάση, όλοι μαζί συνέχισαν να προσεύχονται στην Υπεραγία Θεοτόκο με ακλόνητη πίστη και δάκρυα στα μάτια.

 

Μετά τη λήξη της ιερής ακολουθίας, μια σεμνή νεαρή καλόγρια είκοσι ετών, που ονομαζόταν Κωνσταντίνα Λιμνιάτη, παρουσιάστηκε στο κελί του ιερέα Γαβριήλ και κατέθεσε τα εξής:

 

Ενώ στεκόταν αφοσιωμένη και ατένιζε προς τη Θεοτόκο, είδε ξαφνικά μέσα σε μια λάμψη να εμφανίζεται η Παναγία μαυροφορεμένη, να περνάει ευλογώντας το ιερό της εκκλησίας και κατόπιν κοντοστάθηκε στη Μεσαία Πύλη και της είπε:

 

«Στην οδό Κορίνθου και Σαχτούρη υπάρχει μια μικρή εικόνα μου. Μαζί με ιερείς, να ερευνήσετε ώστε να τη βρείτε και να ψαλεί επί τόπου μεγάλη παράκληση, εμβαπτίζοντας την εικόνα μου σε ένα ποτήρι ύδατος. Από το αγίασμα αυτό, κάθε λόχος στρατού που θα φεύγει για το Μέτωπο, να παίρνει μαζί του. Την εικόνα αυτή, να την πάρει στο κελί του ο ιερέας Γαβριήλ. Έρχομαι από την εκκλησία του Αγίου Γερασίμου και του Αγίου Δημητρίου, όπου πέρασα και ευλόγησα. Φεύγω και θα επιστρέψω την Ανάσταση, που σιμώνει. Μετανοείτε, νηστεία και προσευχή! Είμαι στο πλευρό σας!»

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», στις 06/04/1941…