Απλωμένο στους πρόποδες του Παρνασσού βρίσκεται το χωριό Αγόριανη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συνέβησαν εκεί δραματικά και συγκλονιστικά γεγονότα.
Η Αγόριανη ήταν ένα χωριό γραφικότατο, με έλατα, κέδρους και ολόδροσα τρεχούμενα νερά. Ψηλά στο στερέωμα, φτερούγιζαν αετοί και γεράκια. Από τα γύρω κορφοβούνια, κατρακυλούσε ο ποταμός Χάραδρος ή Αγοριανίτης. Περνώντας μέσα απ’ το χωριό, το έκοβε στα δύο, ποτίζοντας τα θαυμάσια περιβόλια του, όπου φώλιαζαν αηδόνια, πέρδικες και κοτσύφια.
Παλιά η Αγόριανη ονομαζόταν Αγία Μαρίνα, αλλά καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1693 ως εξής:
Ένας πρόκριτος του χωριού, ο Κομνηνός Τράκας, γνωστός απλά ως Κομνάς, αρμάτωσε τους συγχωριανούς του και σήκωσε επανάσταση. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον του πολυάριθμοι, γίνηκε άγρια μάχη και οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο χωριό και να ταμπουρωθούν στα σπίτια.
Στο μεταξύ, ο Κομνάς κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει στα Καλάβρυτα, ενώ οι υπόλοιποι επαναστάτες, αφού κράτησαν για λίγες ακόμα μέρες τον πόλεμο, έδειξαν πίστη στα λόγια των Τούρκων ότι δε θα τους πειράξουν και τελικά, συνθηκολόγησαν.
Μόλις, όμως, οι δύστυχοι χωριανοί παρέδωσαν τα άρματά τους, οι Τούρκοι τούς μάζεψαν όλους στη χαράδρα του χωριού και τους έσφαξαν. Ο ποταμός κυλούσε κατακόκκινος από το αθώο αίμα τους και οι γυναίκες θρηνούσαν γοερά. Κατόπιν, οι Τούρκοι πήραν όλα τα γυναικόπαιδα και τα μετέφεραν σ’ ένα χωριό της Φωκίδας, το Αυλάκι, όπου σε λίγο καιρό πέθαναν όλοι τους από τις κακουχίες, τις στερήσεις και τους ελώδεις πυρετούς. Τέλος, οι Τούρκοι, αφού ρήμαξαν την Αγία Μαρίνα, έβαλαν φωτιά στα σπίτια και έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και αποκαΐδια.
Ο Κομνάς εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα, παντρεύτηκε μια νοικοκυροπούλα και απέκτησε εφτά γιους και σημαντική περιουσία.
Έξαφνα, ύστερα από 25 ολόκληρα χρόνια, γέρος πια, νοστάλγησε τα πατρικά του χώματα. Πούλησε, λοιπόν, τα κτήματά του, πήρε την οικογένειά του και έφυγε για τη Φωκίδα. Στην αρχή, κατοίκησαν στο Χρυσό, τρεις ώρες μακριά από το τραγικό χωριό τους. Μάλιστα, τρεις από τους γιους του παντρεύτηκαν στα γύρω χωριά.
Μια μέρα, ο Κομνάς πήρε τα τέσσερα άλλα αγόρια του, τον Γιάννη, τον Θεόδωρο, τον Δημήτρη και τον Λουκά και πήγανε στον τόπο, όπου βρισκότανε άλλοτε η Αγία Μαρίνα. Πουρνάρια, βάτα, έλατα και θυμάρια σκέπαζαν τα χαλάσματα του χωριού, που τότε πια ανήκε, ως βοσκοτόπι εκλεκτό, σ’ έναν Τούρκο Μπέη από τα Σάλωνα, που τον έλεγαν Ζαΐμη. Αυτός είχε εκεί τα κοπάδια του από γίδια και από πρόβατα και είχε φτιάξει μια μεγάλη στάνη.
Ο Κομνάς και οι γιοι του, οπλισμένοι όλοι, έψαξαν και βρήκαν τα ερείπια του προγονικού τους σπιτιού. Μα, καθώς ο Κομνάς έστεκε και κοιτούσε συγκινημένος τα θλιβερά απομεινάρια, ξάφνου πετάχτηκε μέσα από τον πυκνό λόγγο μια αρκούδα, έτοιμη να τους επιτεθεί. Τη σκότωσαν αμέσως και έψαξαν και βρήκαν τη φωλιά της, σκότωσαν και τα μικρά της και καθάρισαν τον τόπο.
«Παιδιά μου, να ξαναχτίσουμε το σπίτι μας! Έτσι, να ‘χετε την ευχή μου! Να ξανακάνουμε χωριό!», είπε ο Κομνάς στους γιους του.
Πρόθυμα τα τέσσερα αγόρια ξεκίνησαν να καθαρίζουν τα χαλάσματα από τους θάμνους και τα δέντρα, να ανοίγουν τόπο, για να φτιάξουν το νέο τους σπιτικό. Άλλωστε, την εποχή εκείνη ο Τούρκος Ζαΐμης έλειπε στα Σάλωνα, αλλά ένας τσοπάνος του, ονόματι Μπακλαής, έστειλε και τον ειδοποίησαν ότι οι Κομναίοι επέστρεψαν και κατέλαβαν το βοσκοτόπι και ότι θα του έπαιρναν όλο το τσιφλίκι.
Ο Ζαΐμης γύρισε αμέσως και βρέθηκε αντιμέτωπος με τους αρματωμένους Κομναίους, αλλά και με άλλους Έλληνες του Χρυσού, που είχαν έρθει για να βοηθήσουν. Ο Τούρκος τσιφλικάς προσποιήθηκε ότι αποδέχτηκε τις εξηγήσεις του Κομνά, ότι δηλαδή η ανοικοδόμηση του χωριού θα ήταν και σε εκείνον ωφέλιμη. Έτσι, επέτρεψε να χτίσουν οι Κομναίοι, αλλά και οι άλλοι που μαζεύτηκαν από τα γύρω χωριά. Έως και ο Μπακλαής πήρε τόπο, για να χτίσει σπίτι.
Βέβαια, ο Τούρκος τσιφλικάς κατέφυγε σε πονηριά, για να εμποδίσει την αχρείαστη και επικίνδυνη για τον ίδιο ανοικοδόμηση. Γνώριζε πως οι χωρικοί ήταν προληπτικοί, γι’ αυτό διέδωσε ότι δήθεν στον λόγγο τριγύρω φώλιαζε ένας τρομερός δαίμονας και ότι τάχα στον δαίμονα οφειλόταν η πρότερη καταστροφή του όμορφου χωριού. «Ο δαίμονας δε θα αφήσει να δει χαΐρι και προκοπή το νέο σας χωριό», έλεγε ο Τούρκος τσιφλικάς.
Οι χωρικοί πείστηκαν από τα λεγόμενά του και νόμιζαν πως έβλεπαν ολούθε το κακό στοιχειό. Ο Κομνάς κατάλαβε πως έπρεπε να καταστρώσει κι εκείνος με τη σειρά του το δικό του πονηρό σχέδιο. Έτσι, ανακοίνωσε σε όλους ότι έστησε δόκανο από αγριοκρανιά κι έπιασε τον δαίμονα μέσα στο Κωρύκειο Άντρο, που ήταν τάχαμου μεγάλος και φοβερός. Έπειτα, διηγήθηκε πως τον βούλωσε με πυρωμένο σίδερο στο μέτωπο, τον υπέταξε και τον έκαμε δούλο του σπιτιού του, που τον υπηρετούσε με απίστευτη γρηγοράδα και σατανική δύναμη.
Ο Κομνάς έκρυβε την αλήθεια και από τους δικούς του, ώστε να μη διαρρεύσει ποτέ το καλοπροαίρετο μυστικό του. Αλλά, μια μέρα, μαθεύτηκε πως ο δούλος χάθηκε, αφήνοντας πίσω του μια μυρωδιά θειαφιού. Τότε, ο Κομνάς, για να καθησυχάσει τους χωρικούς, πήρε δυο μοσχάρια, τα έζεψε σε σιδερένιο αλέτρι και αυλάκωσε γύρω – γύρω όλο το χωριό, ώστε να μη μπορεί να το πλησιάσει δήθεν το κακό δαιμόνιο. Στο τέλος, τα έσφαξε και τα έθαψε μαζί με το αλέτρι.
Το νέο χωριό ονομάστηκε Αγόριανη, επειδή ο οικιστής του, ο Κομνάς, είχε πολλά αγόρια. Ο Κομνάς συχνά έλεγε στους συγχωριανούς του ότι η Αγόριανη θα είναι απλησίαστη από τους δαίμονες, μονάχα αν οι κάτοικοί του κάνουνε καλές πράξεις και τηρούν τις εντολές του Θεού.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 22/05/1930…
Η κομπίνα με τον δαίμονα της Αγόριανης…
Ημερομηνία: 28/03/2018
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: https://strangepress.gr/2017/08/02/o-daimonas-tis-agorianis/
0 Σχόλια: