Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1932, στις 19:20, μία ισχυρή σεισμική δόνηση μεγέθους 7 βαθμών της κλίμακας Richter, έπληξε την Χαλκιδική. Ο τραγικός απολογισμός αυτού του τρομερού φυσικού φαινομένου ήταν 161 νεκροί.

 

Ένα από τα χωριά που επλήγησαν από τον σεισμό ήταν και η Στρατονίκη, ένα ορεινό χωριό του Νομού Χαλκιδικής. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και κάποιος άτυχος άνδρας ο οποίος, λίγες ημέρες μετά τον γάμο του, σκοτώθηκε μέσα στο σπίτι του κατά τη διάρκεια του σεισμού. Το άτυχο θύμα ονομαζόταν Αντώνης Παρτέρης.

 

Από τότε, στο σεισμόπληκτο σπίτι άρχισε να εμφανίζεται το φάντασμά του.

 

Αργότερα, και αφού το σπίτι επιδιορθώθηκε, εγκαταστάθηκε σε αυτό μία οικογένεια. Στο δωμάτιο που είχε σκοτωθεί ο άτυχος Παρτέρης κοιμούνταν μόνον οι γονείς της οικογένειας, γνωρίζοντας την ιστορία του σπιτιού.

 

Ένα βράδυ, το 1948, οι γονείς έπρεπε να λείψουν από το σπίτι. Έτσι, συνέστησαν στη μεγάλη κόρη τους, την Ζαχαρούλα Αστεριάδη, η οποία ήταν τότε 14 ετών, να προσέχει τη μικρότερη αδελφή της και προ παντός, να μην πάει να κοιμηθεί στο «μοιραίο» δωμάτιο.

 

Το κορίτσι, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για την ιστορία του σπιτιού, προτίμησε να κοιμηθεί το δωμάτιο των γονιών του, παρακούοντας την οδηγία τους.

 

Τα μεσάνυχτα, ξύπνησε από τα κλάματα της μικρής αδελφής της, που ήταν, τότε, μωρό. Παρατήρησε ότι η λάμπα βρισκόταν σε άλλη θέση από εκείνη που την είχε κρεμάσει αρχικά. Χωρίς να δώσει σημασία στο γεγονός, ξανακοιμήθηκε.

 

Όταν αργότερα ξύπνησε πάλι, είδε την λάμπα σε άλλη θέση. Δεν πρόλαβε να συνέλθει από την έκπληξη, όταν ένα ξαφνικά είδε τη λάμπα να στριφογυρίζει μέσα στο δωμάτιο, σαν να την κρατούσε κάποιο αόρατο χέρι.

 

Κάποια στιγμή, βλέπει σε μία γωνιά του δωματίου έναν άνθρωπο να στέκεται όρθιος και ακίνητος. Η μικρή Ζαχαρούλα, η οποία δεν γνώριζε για το φάντασμα και την ιστορία  του σπιτιού, αφού οι γονείς της δεν ήθελαν να την τρομάξουν, πλησίασε άφοβη για να δει ποιος ήταν αυτός που στεκόταν στο σημείο εκείνο. Προσπάθησε, μάλιστα, να τον αγγίξει, αλλά καθώς άπλωσε το χέρι της, εκείνο χώθηκε μέσα στο σώμα του χωρίς αντίσταση και εξαφανίστηκε από τον καρπό.

 

Το χέρι της είχε γίνει αόρατο μέσα στο άυλο εκείνο σώμα και μόνο στα άκρα των δακτύλων της ένιωσε κάτι ψυχρό. Ανήσυχη, τραβήχτηκε προς τα πίσω και ξαφνικά είδε την άγνωστη μορφή να διαλύεται μπροστά στα μάτια της!

 

Ένα άλλο βράδυ, άκουσε βογγητά έξω από το σπίτι. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της, βγήκε στο μπαλκόνι και αναπάντεχα, είδε στη μέση του δρόμου ξαπλωμένο έναν άνθρωπο. Αρχικά θεώρησε ότι είχαν σκοτώσει κάποιον έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Σε λίγο, όμως, είδε τον άγνωστο άνδρα να σηκώνεται και να βηματίζει προς την πλατεία του χωριού. Ο άγνωστος κάθισε στα σκαλιά της εκκλησίας και ξαφνικά χάθηκε από τα μάτια του μικρού κοριτσιού.

 

Από τότε, η μικρή Ζαχαρούλα έβλεπε αρκετά συχνά το φάντασμα να τριγυρίζει το σπίτι, πάντοτε ανήσυχο.

 

Η νεαρή κοπέλα μετακόμισε στην Αθήνα στην ηλικία των 18 ετών, όπου και διείσδυσε σε σοβαρούς πνευματιστικούς κύκλους, οι οποίοι απαρτίζονταν από επιστήμονες, αλλά και από άλλα αξιόπιστα διάμεσα (μέντιουμ).

 

Οι επαφές της με το φάντασμα στο ίδιο της το σπίτι την ώθησαν να συνειδητοποιήσει ότι διέθετε το ξεχωριστό χάρισμα της επικοινωνίας με τον άυλο κόσμο. Μάλιστα, είχε αποκτήσει τη φήμη του ατρόμητου μέντιουμ.

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 17/02/1953…