Μια έναστρη αυγουστιάτικη νύχτα, πριν από δυο χρόνια, ξεκίνησα για την Πεντέλη με προορισμό τη Σπηλιά για διανυκτέρευση. Ξεκίνησα την πορεία μου από ένα μονοπάτι που ξεκινάει από τη Νέα Πεντέλη, λίγο ψηλότερα από τον άγιο Σύλλα και το οποίο καταλήγει στη Σπηλιά. Ήταν γύρω στις 11 το βράδυ. Στο δρόμο μου είχα και μια ευχάριστη συνάντηση. Ήταν ένας μοναχικός περιηγητής της περιοχής. Ένα πανέμορφος σκύλος! Ο σκύλος με συντρόφεψε μέχρι το τέλος της διαδρομής μου και για να τον ευχαριστήσω, του…«έκανα το τραπέζι» έξω από τη Σπηλιά. Ύστερα έφυγε χορτάτος και ανανεωμένος για νέες νυχτερινές και περιπετειώδεις περιπλανήσεις. Η μοναδική μου παρέα εκείνη τη στιγμή που με είχε κάνει να ξεχάσω εντελώς το που βρισκόμουν, χάθηκε στο σκοτάδι των πεύκων και τότε συνειδητοποίησα ότι ήμουν ολομόναχος, τετ-α-τετ με τη Σπηλιά. Δεν ένιωσα τρόμο. Ένιωσα όμως θείο δέος και μια ευχάριστη απόκοσμη ανατριχίλα. Έκατσα και χάζευα τον εξωτερικό χώρο για κάμποση ώρα. Δεν μπορούσα να πάω πιο κοντά, μα δεν μπορούσα και να φύγω. Κάτι με απωθούσε, αλλά και κάτι με κράταγε εκεί καθηλωμένο. Για να εξηγούμαστε, δεν ένιωθα κάτι το «απειλητικό», κάτι το «διαβολικό» εκείνη τη στιγμή, (αυτού του είδους οι εντυπώσεις είναι για τους αφελείς μιας και δεν υπάρχει τίποτα το «διαβολικό» στη Φύση) Απλώς, έχω μια άλλη αντίληψη για τον συγκεκριμένο Τόπο. Με τα χίλια ζόρια λοιπόν, έφτασα μέχρι τα εκκλησάκια. Μπήκα για λίγο μέσα σ’ αυτά και ύστερα έκανα να μπω στον εσωτερικό χώρο της Σπηλιάς. Πράγματι, μόνο σε κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνεις ποιο είναι το μεγαλείο αυτού του Τόπου. Ότι σχετική ανησυχία είχα, έσβησε μονομιάς. Στο τέλος έκατσα στην είσοδο ακριβώς και παρέδωσα τον εαυτό μου στην ονειρική μουσική που συνέθεταν οι σταγόνες του Σπηλαίου που έσταζαν από την οροφή, σε συνδυασμό με τον απαλό αέρα, και τους ήχους από τα νυχτοπούλια. Ευχαρίστησα το Θεό εκείνη τη στιγμή που με αξίωσε να ζήσω και να ζω ακόμα τέτοιες ανεπανάληπτες καταστάσεις. Σε κάποια στιγμή κοιτάω το ρολόι μου, 2:00 η ώρα. «Ώρα για ύπνο. Έχουμε δρόμο μπροστά μας αύριο» είπα μέσα μου και ανέβηκα στην κορυφή του κάθετου λατομείου, Το μέρος ήταν ιδανικό και ιδιαίτερα βολικό και με θέα την Ελευσίνα η οποία μόλις είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα και έριχνε αστραπές. Μεγαλειώδες θέαμα! Ασύλληπτη συναισθηματική φόρτιση! Ο ύπνος με είχε πάρει για τα καλά, όταν ξύπνησα από ένα αυτοκίνητο που ερχόταν εκείνη τη στιγμή. Παρκάρει έξω από τη Σπηλιά και κατεβαίνει μια παρέα νεαρών οι οποίοι αρχίζουν να φωνάζουνε, να τραγουδάνε, να σπάνε μπουκάλια, να βάζουν rave μουσική στη διαπασών και εγώ απλά να μην πιστεύω αυτό που γίνεται. Προσπάθησα να αδιαφορήσω, όταν διαπίστωσα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, δεν ακουγόντουσαν καθόλου, για να ακούσω αμέσως μετά μια άλλη παρέα (ή και την ίδια;) λίγο πιο πάνω από’ μένα να πίνουν, να μιλάνε μεγαλόφωνα και να σπάνε τα μπουκάλια στα βράχια. Ύστερα από λίγο, σώπασαν αυτοί και μέσα σε λίγα λεπτά πάλι, άκουσα την άλλη παρέα που βρισκόταν στη Σπηλιά, πάλι με μουσικές και φωνές. Να μην σας τα πολυλογώ, αυτό συνέβη 3-4 φορές περίπου. Πότε άκουγα την μία παρέα πάνω από μένα και πότε άκουγα την άλλη κάτω από’ μένα! Και εντάξει να ήταν η ίδια παρέα, αλλά τι βίτσιο ήταν τώρα αυτό να ανεβοκατεβαίνουν κάθε λίγο και λιγάκι στο λατομείο; Παραδόξως, δεν ακουγόντουσαν καθόλου όταν ερχόντουσαν και όταν έφευγαν. Στην περίπτωση βέβαια πάντα, που πρόκειται για μια παρέα. Σε κάποια στιγμή λοιπόν, σταμάτησαν και οι δύο. «Έφυγαν επιτέλους» είπα και έκανα να ξανακοιμηθώ. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου, όταν άκουσα μια φωνή στα δέκα μέτρα από’ μένα : «Βγες έξω τώρα με τα χέρια ψηλά!» Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Πως με είδαν εκεί που ήμουν; Μέσα στο πυκνό σκοτάδι κάτω από τα πεύκα; Δεν φαινόμουν σε καμιά περίπτωση. Δεν έδινα σημασία μέχρι που ξανακούστηκε η φωνή: «Αστυνομία. Βγες έξω. Ξέρουμε ότι είσαι εκεί.» Τον «κινέζο» εγώ. «Δεν ακούς; Βγες έξω τώρα! Μην με αναγκάσεις να πυροβολήσω.» Τελικώς βγήκα, ήταν γύρω στα πέντε άτομα με πολιτικά, αλλά προφανώς πρέπει να σοκαρίστηκαν που είδαν ένα μαυροντυμένο τύπο με κουκούλα και ένα ψηλό μπαστούνι στο χέρι. Σας παραθέτω τον γελοίο διάλογο: «Πέταξέ το αυτό που κρατάς, και τα χέρια ψηλά.» «Και εσύ ποιος είσαι;» «Αστυνομία. Πέταξε αυτό που κρατάς.» «Μπορώ να δω την ταυτότητά σου;» «Κρατάω όπλο σου φτάνει αυτό; Λέγε, τι δουλειά έχεις εδώ πάνω τέτοια ώρα;» «Πυρασφάλεια». «Καλά ρε με δουλεύεις;» Και ρίχνει το φακό του πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή μου «ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι». «Έρχομαι να τα πούμε από κοντά» και κινήθηκα προς το μέρος τους. «Μην κουνιέσαι και πέταξε το αυτό!» είπε με φανερή δόση ανησυχίας. Δεν τον άκουσα και συνέχισα. Τότε είδα τον έναν να τραβάει τους άλλους και να λέει: «Πάμε να φύγουμε γρήγορα». Και εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού! «Φάρσα» ψιθύρισα, αλλά δεν παύει να είναι μια ανεξήγητη φάρσα. Η ώρα είχε πάει 4:30 και είχα μείνει επιτέλους πια, μόνος μου. Μετά από κανά μισάωρο, συνειδητοποιώ ότι οι τύποι έφυγαν μεν, αλλά δεν άκουσα αμάξι να φεύγει! Και έφυγαν από τη μεριά της ασφάλτου όχι από τη μεριά της Σπηλιάς. Είτε ήταν δύο οι παρέες, είτε μία, αυτοκίνητο δεν ακούστηκε. Κοιτάω κάτω να δω και το αυτοκίνητο που ήταν έξω από τη Σπηλιά, ήταν άφαντο! «Πότε πρόλαβαν και έφυγαν» αναρωτιόμουν. Και αποκλείεται να μην άκουσα το αυτοκίνητο να φεύγει την ώρα που συνομιλούσα με τον «αστυνομικό». Ώσπου σε κάποια στιγμή πετάγομαι πάνω από ένα θόρυβο…ήταν το αυτοκίνητο έξω από τη Σπηλιά που έφευγε… Έκατσα άγρυπνος περιμένοντας το ξημέρωμα…