«Είναι βέβαια όνειρο, αλλά έχει τόση ζωντάνια και είναι τόσο χαρακτηριστικό, ώστε εγώ με τη δική μου τη σκέψη το θεωρώ ως επίσκεψη και ευλογία της Αγίας Αννας σε μένα την ταπεινή.

 

Πάντοτε στην προσευχή μου επικαλούμαι την προσευχή και τη μεσιτεία της Αγίας Αννας. Ένα βράδυ, ήταν Μάρτης του 1982, με περισσότερη θέρμη ζήτησα τη βοήθειά της, διότι είχα στενοχώριες και προβλήματα, τα οποία κρατούσαν σε αγωνία την ψυχή μου. Είδα εκείνο το βράδυ, στον ύπνο μου, ότι ενώ εγώ είχα γείρει στο κρεββάτι μου για ύπνο, σε μια στιγμή άνοιξε η πόρτα του σπιτιού μου και πρόβαλε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Έλαμπε από την μεγαλοπρέπεια με διάχυτη την αγαθότητα και την καλωσύνη στο πρόσωπό της. Πλησίασε, στάθηκε και μου είπε:

 

-Με φωνάζεις κάθε μέρα κ εγώ έρχομαι, αλλά μέσα στο σπίτι σου δεν με έχεις.

Εγώ γεμάτη έκπληξη και τρόμο τη ρώτησα:

-Ποιά είσαι εσύ;

-Με ξέρεις, απάντησε και δείχνοντας με το πανάγιο χέρι της την κατεύθυνση προς την Εκκλησία πρόσθεσε: Μόλις στρίψεις από το σχολείο φάτσα με βλέπεις. Αμέσως χάθηκε κι έκλεισε η πόρτα. Την επομένη είχα στο σπίτι μου την επίσκεψη μιάς μοναχής. Διηγήθηκα σ αυτήν το όνειρό μου και χωρίς αμφιβολία συμφωνήσαμε ότι ήταν η Αγία Αννα. Πράγματι έλειπε από το εικονοστάσι του σπιτιού μου η εικόνα της Αγίας Αννας. Έψαξα και βρήκα μία εικόνα της κι έτσι έχω την ευλογημένη παρουσία της πάντοτε μέσα στο σπίτι μου».

 

Η ίδια ενορίτισσα διηγήθηκε και το εξής επίσης όνειρο.

 

«Ήταν καλοκαίρι του 1982 και στη βραδυνή μου προσευχή είχα ιδιαίτερα προσευχηθή στην Αγία Αννα. Το βράδυ εκείνο είδα το εξής όνειρο. Βρέθηκα μέσα στο ναό της Αγίας Αννας. Δεν είχε κτισθεί ο πέτρινος ναός πού έχει κτισθεί τώρα, αλλά η πρώτη εκκλησία, η ξύλινη παράγκα. Η εκκλησία ήταν γεμάτη από χριστιανούς και γινόταν θεία λειτουργία.

 

Τη στιγμή πού τελείωσε το χερουβικό και ο ιερεύς έβγαινε από το ιερό για τη μεγάλη είσοδο, είδα επάνω στο ιερό Δισκάριο να είναι ένα μικρό παιδί. Μου φαινόταν πώς χωρούσε πάνω στο Άγιο Δισκάριο. Το παιδί αυτό άστραφτε από φώς και καθώς προχωρούσε αργά ο ιερεύς κάνοντας την είσοδο, το παιδί ευλογούσε με το δεξί του χέρι τους πιστούς πού ήταν γονατιστοί. Εκτυφλωτική ήταν η λάμψη πού είχαν τα μάτια του.

 

Όταν ο λειτουργός στάθηκε στο μέσον του Ναού για να μνημόνευση, το λαμπερό παιδί έστρεψε τη ματιά του στην εικόνα της Αγίας Αννας και βλέποντας μία την εικόνα και μία το εκκλησίασμα φώναξε τρεις φορές με δυνατή και κρυστάλλινη γλυκειά φωνή: Γιαγιά, Γιαγιά, Γιαγιά. Ο λειτουργός προχώρησε στο στό άγιο βήμα και το όραμα τελείωσε».